Share

Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

Ιωάννης Ν. Τσιαντής- ΟΛΑ ΤΕΛΙΚΑ ΞΑΝΑΓΥΡΝΑΝ ΣΕ ΜΑΣ...


Τη δεκαετία του `70 τη θυμάμαι σαν χθες. Κυκλοφορούσαν παντού τα Fiat 127, τα  Zastava, και οι μηχανές Floretta. Οι σπορτίφ τύποι είχαν Autobianchi Abarth (με 53  άλογα παρακαλώ), και οι σώφρονες. Austin Morris Allegro! Το σάντουιτς με γύρο κόστιζε 3 δραχμές, με σουτζουκάκι 2, και το λεωφορείο μία δραχμή (με πάσο 50 λεπτά). Αν έδινες εικοσάρικο, ο εισπράκτορας ή ο σουβλατζής σε μάλωνε, διότι δεν είχε. να στο χαλάσει. Τόσο καλά.
Και μετά ήρθε η δεκαετία του 80. Και το ΠΑΣΟΚ. Και γέλασε το χείλι του κάθε πικραμένου. Το δημόσιο άνοιξε τις πόρτες του στον κάθε αναξιοπαθούντα που δήλωνε σοσιαλιστής, η Ελλάδα απέκτησε «ανεξάρτητη» διεθνή φωνή, μια νέα τάξη αναδύθηκε απ` το πουθενά, και οι ρεμούλες έγιναν κανόνας. Η χαρά του αφισοκολλητή. Το βασίλειο της συνδικαλιστικής αυθαιρεσίας.  Όπως και της φτηνής ρητορικής. «Έξω οι βάσεις του θανάτου», «Ζήτω η Λιβύη», μελετήστε το «πράσινο βιβλίο» του Καντάφι, και άλλα πολλά παρόμοια. Ώσπου  ήρθε το τέλος. Τα αναπόφευκτα σκάνδαλα οδήγησαν σε ειδικά δικαστήρια, ψευδεπίγραφους κήνσορες, και στο «Τσοβόλα δώστα όλα», και από κει πάνε κι`άλλοι. 
Και σκάει μύτη ο Μητσοτάκης με τον Μαυρίκη και τον Σωκρατάκια που έλεγε και ο μακαρίτης ο Κίτσος και μπρρρ.. 
Τη δεκαετία του `90 που ακολούθησε, τα κεφάλια μπήκαν κάπως μέσα, αλλά τότε ήταν που ανδρώθηκαν τα πραγματικά λαμόγια. Τα σκυλάδικα γνώρισαν πιένες. Η Λιάνη ήταν απλά η κορυφή του παγόβουνου. Πίσω της υπήρχε μια ολόκληρη συνομοταξία πεινασμένων και συνάμα αγριεμένων ασύδοτων. Με το χαμόγελο της Κολυνός. «Σοσιαλιστικά» βαμπίρ. Μαζεύοντας όμως γύρω τους και τη πλέμπα. Και έτσι είδαμε το μοναδικό φαινόμενο, η κάθε γειτονιά να έχει και από μια ΕΛΔΕ, όπως κάποτε είχε από μια ντισκοτέκ. Χαμός στο ίσιωμα. Κόσμος και κοσμάκης καταχρεώθηκε για να μπορεί να γίνει «παίκτης». Χα και πάλι χα. Κάποιοι όμως ανησυχούσαν από τότε. Είχαν υπόψη τους τη λευκή βίβλο της ΕΟΚ, που ελάχιστη της δόθηκε δημοσιότητα.
Και μετά ήρθε το ευρώ. Στην αρχή χαρήκαμε, καθότι αισθανθήκαμε Ευρωπαίοι. Το χρόνιο όνειρο της ψωροκώσταινας. Μέχρι που συνειδητοποιήσαμε πως το ευρώ, που είχε κλειδώσει στις 340 δραχμές, ισοδυναμούσε με το παλιό κατοστάρικο. Κάποτε αγοράζαμε το φραπέ 140 δραχμές και σκοτωνόμασταν  με τον σερβιτόρο για τα ρέστα από τις 150. Τώρα έφτασε το φραπέ στα 5 ευρώ και αισθανόμαστε γύφτοι αν δεν αφήσουμε 1 Ε πουρμπουάρ (340 δραχμές παρακαλώ).
Παρόλα αυτά, λίγο τα ευρωπαϊκά πακέτα, λίγο η Ολυμπιάδα, λίγο η τραπεζική απελευθέρωση  της δανειοδότησης, λίγο η στρεβλή ανάπτυξη, λίγο η καρακατσουλίστικη τιβί μας, και γίναμε όλοι μπρούκληδες. Πήξαμε να βλέπουμε BMW και Μερτσέντες αγορασμένες  με 136 άτοκες(!) δόσεις. Γεμίσαμε από χάϊδες τυπάδες και αισθησιακές μοντέλες  (όλες ξανθιές) γκλαμουράτες. Εκεί που κάποτε βλέπαμε μόνο μουσάτους αγωνιστές, και αξύριστες κνίτισες, γεμίσαμε από τεκνά και σεξοβόμβες.  50 τηλεοπτικά κανάλια η Νέα Υόρκη; 150 εμείς. Home Cinemas, Pentium, Playstation, lap tops, flat screen 42 inch HD TV's,  και πάει λέγοντας. Όχι παίζουμε. Και νάσου Ολυμπιάδα σούπερ φαντεζί, και νάσου ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, και πίσω και σας φάγαμε κουφάλες λιγούρηδες Ευρωπαίοι. Ελλάδα ρε..
Ναι, αλλά ήρθε πλέον και η ώρα του λογαριασμού. Με π..ς αυγά δεν βάφονται. Η αιώνια σοφία του απλού λαού επαληθεύτηκε για μια ακόμη φορά. Όλα ήταν σικέ. Τεράστιο το έλλειμμα, τεράστιο το δημόσιο χρέος, και πάπαλα οι ντεμέκ σωτήρες πολιτικοί μας. Ανθρωπάκια και αυτοί, που ψάχνουν να κάνουν τη καλή τους με καμιά γρηγοράδα. Και μετά μην τους είδατε, μην τους απαντήσατε. Πάντα φταίνε οι προηγούμενοι. Και νάμαστε ξανά μανά, εσείς και εγώ, οι μέσοι Έλληνες δηλαδή, ενώπιοι ενωπίω του ΔΝΤ και του κάθε Τρισέ. Της σκληρής πραγματικότητας. Και ξαφνικά έντρομοι συνειδητοποιούμε, πως τελικά οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι δεν μας πολυσυμπαθούν. Ήταν όλα μια αυταπάτη. Τους αρέσουν τα τζατζίκια και οι παραλίες μας,  αλλά πέραν τούτων .. τίποτα. Μας απεχθάνονται και μας θεωρούν τσαμπατζήδες και απατεώνες. Και ο κύκλος κλείνει.
Μας βλέπω ξανά με λαχανί  Zastava και πειραγμένα Lada (με 6 προβολείς ομίχλης) να κάνουμε κόντρες στις παραλιακές. Αν φυσικά υπάρχουν χρήματα για βενζίνη. Αλλιώς υπάρχουν και τα παπάκια (με φωσφοριζέ ζάντες) για τα τρελά γούστα.
Το ride είναι over, που λένε και οι Αμερικάνοι σύμμαχοί μας. Το ελληνικό λούνα παρκ τελείωσε. Εκτροχιάστηκε, όπως  στις ταινίες με το δαιμονισμένο  τρενάκι του τρόμου. Ήταν όμως εντυπωσιακό όσο κράτησε. Και όσοι το πρόλαβαν το απόλαυσαν. Οι υπόλοιποι ας πρόσεχαν. Γεννήθηκαν αργά.

 ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ ΣΑΣ

Τρίτη 9 Αυγούστου 2011

Χρήστος Γιανναράς-Xαμένη η δυναμική της διαφοράς


Posted: 07 Aug 2011 09:23 PM PDT
Tο κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα, όπως δεν έχει και το προλεταριάτο (καταπώς το όριζε ο Mαρξ). Kεφάλαιο και προλεταριάτο είναι έννοιες περιληπτικές συμφερόντων. Aνταγωνιζόμενων συμφερόντων, που γεννάνε «τάξεις» και «πάλη των τάξεων». Δεν έχουν πατρίδα, γιατί αποκλείουν εξ ορισμού την έννοια, την πραγματικότητα και τον στόχο της «κοινωνίας». Aγνοούν τόσο την «κοινωνίαν της χρείας» όσο και την «κοινωνία του αληθούς» – την κοινή πάλη για «νόημα» της ύπαρξης και της συνύπαρξης.
Kεφάλαιο και προλεταριάτο είναι έννοιες περιληπτικές συμφερόντων, και φορείς των συμφερόντων είναι άτομα – αδιαφοροποίητες μονάδες συλλογικής ομοείδειας. Eχουν απρόσωπο χαρακτήρα, και το Kεφάλαιο και το προλεταριάτο, χαρακτήρα διεθνικό, η διαπάλη τους δεν γνωρίζει σύνορα και πατρίδες. Aφορούν και τα δύο στην απρόσωπη φύση του ανθρώπου, στις ενστικτώδεις ορμές της φυσικής ομοείδειας (αυτοσυντήρηση, κυριαρχία, ηδονή). Aγνοούν το άθλημα ελευθερίας από τις αναγκαιότητες της φύσης, άθλημα που συγκροτεί το κοινωνικό γεγονός, τον ανθρώπινο πολιτισμό.
O Oικονομικός Φιλελευθερισμός και ο Mαρξισμός είναι οι εξωραϊσμένες θεωρητικές καταφάσεις (επομένως και μήτρες διαμόρφωσης) των οργανωμένων συμφερόντων του διεθνικού Kεφαλαίου και του διεθνικού προλεταριάτου, αντίστοιχα. Tυπικά προϊόντα, και οι δύο θεωρίες, της φιλοσοφίας του Διαφωτισμού, δηλαδή της ατομοκρατίας και της φυσιοκρατίας. Oργανική μετεξέλιξη η ατομοκρατία και η φυσιοκρατία του θρησκευτικού (νομικού, μοραλιστικού) ατομοκεντρισμού της μεσαιωνικής Δύσης, μαζί και ανταρσία για την αποτίναξη του ζυγού της μετα-φυσικής απολυταρχίας.
Kαπιταλισμός και Mαρξισμός, έκγονα του ατομοκεντρισμού και της φυσιοκρατίας, παρήγαγαν, με διαλεκτική αντιστοιχία κορυφωμάτων απανθρωπία, έναν πρωτοφανή για την ανθρωπότητα διεθνικό τρόπο βίου, με εκπληκτικά επιτεύγματα διευκολύνσεων και ηδονικών απολαύσεων του ατόμου. Tρόπο του βίου καταγωγικά και ριζικά αντι-κοινωνικό και α-πολιτικό, τουλάχιστον με την πρώτη, την ελληνική σημασία της «κοινωνίας» και της «πολιτικής». Θεμελιωμένος αυτός ο τρόπος στην απόλυτη προτεραιότητα θωράκισης του απρόσωπου ατόμου (με ατομικές δικαιωματικές «ελευθερίες» ή με κεντρικά κατευθυνόμενες παροχές «γενικής ευτυχίας») καταχρηστικά ονομάζεται «πολιτισμός». Πρόσφερε σε μικρή μερίδα του πληθυσμού της γης συνθήκες απίστευτης ευημερίας και στη μεγάλη πλειονότητα φριχτή στέρηση, βασανισμό, εξαθλίωση.
Oμως, όπως και αν τον κρίνουμε, ο «πολιτισμός» της νεωτερικότητας τελειώνει, είναι ολοφάνερο. Πριν από είκοσι δύο χρόνια (1989) κατέρρευσαν τα καθεστώτα που φιλοδόξησαν να σαρκώσουν τον Mαρξισμό, σήμερα ο Mαρξισμός ενδιαφέρει μόνο την ιστορία των ιδεών ή και την ερμηνευτική των συνθηκών της οικονομίας στον 19ο αιώνα. Φυσικά και υπάρχουν ακόμα υπολείμματα φανατισμένων παρωπιδοφόρων οπαδών – εδώ συντηρούνται ώς σήμερα φανατικοί του Παλαιού Hμερολογίου χωρίς τις προνομίες δημοσιότητας, εξουσιαστικής ισχύος εκβιασμών και χρυσοπληρωμένης μετοχής στο κοινοβούλιο που απολαμβάνουν οι μαρξιστές.
Πολύ πρόσφατα, κάποια ραγδαία συμπτώματα δίνουν την αίσθηση τριγμών κατάρρευσης και του πανίσχυρου συστήματος της «ελεύθερης αγοράς». Πώς όμως μπορεί να καταρρεύσει ένας «πολιτισμός», κοινός «τρόπος» του βίου καλά εμπεδωμένος με κυρίαρχες θεσμικές θωρακίσεις; Mα, προφανώς, όταν πάψει να ανταποκρίνεται στις βασικές ανθρώπινες ανάγκες, ακόμα και στις ανάγκες των ευνοημένων του συγκεκριμένου «τρόπου». O Oικονομικός Φιλελευθερισμός αυτονόμησε την οικονομία, την αποσύνδεσε από την κοινωνία, από την εξυπηρέτηση των συλλογικών και των ατομικών αναγκών, κατέστησε κάθε πτυχή λειτουργίας της οικονομίας πεδίο «ελεύθερου» ιδωτικού παιγνίου – τζόγου. Eφτασε το ιδιωτικό παίγνιο να καταργεί (και να εξευτελίζει) ακόμα και την πολιτική εξουσία: ιδιωτικοί «οίκοι αξιολόγησης» συντρίβουν κρατικές οικονομίες, ρίχνουν κυβερνήσεις, χρίουν σαν πρωθυπουργούς μικρόνοες αχυρανθρώπους.
Πριν από δέκα ή και περισσότερα χρόνια, ένας Φλαμανδός, υποδιευθυντής του γραφείου που είχε ιδρύσει ο Nτελόρ για τη μελέτη των προοπτικών της E. E. (Cellule de Prospective), ο Mαρκ Λόικ, είχε πει σε Eλληνες συνομιλητές του: «Eχετε ένα μεγάλο πλεονέκτημα οι Eλληνες: δεν κατορθώσατε να προσλάβετε τη νεωτερικότητα, αντιστάθηκε άθελά του ο οργανισμός σας. Σήμερα (πριν από δέκα τόσα χρόνια) που οι ευφυέστεροι από τους Eυρωπαίους προσπαθούν να πηδήξουν από το τρένο της νεωτερικότητας για να σωθούν από τον συντελεσμένο εκτροχιασμό, εσείς έχετε προϋποθέσεις να πρωτοπορήσετε στη μετα-νεωτερικότητα. Δεν το καταλαβαίνετε, και προσπαθείτε ακόμα τώρα, καταϊδρωμένοι, να σκαρφαλώσετε στο καταδικασμένο τρένο».
Aς υπήρχε ένας, έστω ένας και μόνος Eλληνας πολιτικός που να καταλαβαίνει αυτά τα λόγια και να έχει την ικανότητα να βγάλει τις συνέπειες. Tο διαχρονικό, νοηματικό και βιωματικό, περιεχόμενο των ελληνικών λέξεων «κοινωνία», «πολιτική», «οικονομία» θα μπορούσε να γίνει εφαλτήριο για τον σχεδιασμό πρωτοπορίας στη μετα-νεωτερικότητα. Aλλά τα περιθώρια έχουν μάλλον εξαντληθεί, Eλλάδα πια δεν υπάρχει ως πολιτιστική οντότητα. Eχει χαθεί, στον δημόσιο βίο και στους θεσμούς, η συνείδηση της διαφοράς: ότι Eλλάδα και Δύση είναι δύο ασύμπτωτοι «τρόποι» του βίου, και η νεωτερικότητα «πολιτισμός» με αντεστραμμένους τους ελληνικούς όρους.
Σε αυτό το αναποδογύρισμα των όρων η μεταπρακτική ελλαδική κοινωνία έδωσε πιστοποιητικά γνησιότητας, ελληνικής ιθαγένειας: Tην πλαστογράφηση και καπήλευση της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς που θρασύτατα αποτόλμησε η μεταρωμαϊκή (βαρβαρική) Δύση, τη νομιμοποίησε η νεοελληνική ξιπασιά. Συντάχθηκε η ξιπασιά και με την κατασυκοφάντηση της ελληνορωμαϊκής «οικουμένης», αποδέχθηκε και την ψευδωνυμία «Bυζάντιο». Πίστεψαν οι μπροστάρηδες του επαρχιώτικου ελλαδισμού ότι επίγνωση της διαφοράς από την παγκοσμιοποιημένη Δύση θα σήμαινε υποχρεωτικά και αντίθεση, ρήξη – ότι το παράδειγμα του Iσλάμ είναι μονόδρομος. Aγνοούσαν οι αμαθείς ότι στην ελληνική παράδοση η συνείδηση της διαφοράς είναι πρόκληση δημιουργικών προσλήψεων, ανακαινιστικής πρωτοπορίας.
Aλλά μια τέτοια μετάνοια θα ήθελε πολλές δεκαετίες ρεαλιστικών πολιτικών εφαρμογών για να καρπίσει ανάκαμψη.
 

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2011

Χρῆστος Γιανναρᾶς -Τα τρία σημάδια παλιγγενεσίας

Τα τρία σημάδια παλιγγενεσίας

Ημερομηνία δημοσίευσης: 31 Ιουλίου 2011

Aμέσως μετά τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο, τη γερμανική κατοχή, τον λιμό της κατοχής και την πολυαίμακτη κομμουνιστική ανταρσία, οι πρώτοι «τουρίστες» που έφτασαν μαζικά στη συφοριασμένη Ελλάδα ήταν Ελληνοαμερικανοί. Ερχονταν να ξαναβρούν όσους συγγενείς επέζησαν, να μετρήσουν νεκρούς, να κομίσουν όποια ιδιωτική βοήθεια ήταν μπορετό, κυρίως σε ρουχισμό.
Πρέπει αυτές οι επισκέψεις να έγιναν αισθητές στην ελλαδική κοινωνία, ήταν εκτεταμένο φαινόμενο. Ο Ελληνοαμερικανός συγγενής αποτέλεσε αξιοπερίεργη παρουσία, σχολιάστηκε, κρίθηκε, ταξινομήθηκε: Η αμερικανίζουσα προφορά των ελληνικών, η διάνθισή τους με ελληνοποιημένες αμερικάνικες λέξεις, οι περίεργες αμφιέσεις, οι συνεχείς συγκρίσεις του αμερικανικού με τον ελληνικό τρόπο του βίου, μαζί και μια αφέλεια εμπιστοσύνης τις ανθρώπινες σχέσεις (σε αντίθεση με την οξυμμένη πάντοτε καχυποψία των Ελλαδιτών), όλα αυτά μαζί, συγκροτούσαν τον τύπο που χαρακτηρίστηκε σκωπτικά: ο «μπρούκλης» (προφανώς από τον κάτοικο του Brooklyn) ή «το αμερικανάκι».
Η ελλαδική κοινωνία έβγαινε τότε από μια συντελεσμένη καταστροφή, η χώρα ήταν ερειπωμένη, πάρα πολλά χωριά εγκαταλελειμμένα, στέρηση και φτώχεια απροσμέτρητη, η ανασφάλεια κυρίαρχο αίσθημα. Κι όμως ο Ελλαδίτης έβλεπε τον φανταχτερό σε όλα του «μπρούκλη» με συμπάθεια αλλά αφ’ υψηλού. Δεν παραδόθηκε με κεχηνότα θαυμασμό στο «μοδέρνο» και στο φανταχτερό, στάθηκε όχι απλώς κριτικά, αλλά και με σκώμμα, που σημαίνει: με κάποια συναίσθηση υπεροχής.
Ειρωνεύτηκαν και σατίρισαν οι Ελλαδίτες την αισθητική των Ελληνοαμερικανών και τη γλωσσική τους υποβάθμιση. Δεν μπορούσαν, τότε, να μην περιγελάσουν (διακριτικά ή εκ των υστέρων) το θέαμα ενήλικου άνδρα με πολύχρωμα σορτς και λουλουδάτο πουκαμισάκι ή της ώριμης γυναίκας με ξέχειλα από μαραμένες σάρκες εξώπλατα φορέματα και πελώρια ντεκολτέ. «Σνόμπαρε» αυτή την ανεμελιά για την αισθητική ο Ελλαδίτης, όπως τη σνομπάρει πάντοτε κάθε καλλιεργημένος άνθρωπος, που ξέρει να ξεχωρίζει το τι του ταιριάζει από το τι ομοιότροπα επιβάλλει η μόδα. Καθόλου τυχαία ο αισθητικός εκβαρβαρισμός της αμφίεσσης στις ΗΠΑ συμβαδίζει με τα τεράστια ποσοστά παχυσαρκίας του πληθυσμού και τα ανάλογα ποσοστά των «λειτουργικώς αναλφαβήτων».
Λειτούργησε επίσης τότε, ως αφορμή αφ’ υψηλού θεώρησης των «μπρούκληδων», η κακή γλωσσική τους εκφραστική: γελούσαν οι Ελλαδίτες με τα γραμματικά και συντακτικά λάθη στη γλώσσα τους. Καταστραμμένοι, ρημαγμένοι, ζώντας με μεγάλες στερήσεις, επέμεναν να αξιολογούν τους ανθρώπους από τη γλώσσα που μιλούσαν, όχι από τα λεφτά τους, όχι από τις χρυσές καδένες. Ο Μποστ, ιδιοφυής σκιτσογράφος, κατάκτησε την ελλαδική κοινωνία ποντάροντας ακριβώς στη γραμματική και συντακτική ευαισθησία (και κατάρτιση) των Ελλήνων – σήμερα κανένας δεν θα γελούσε με το καυστικό του χιούμορ, αφού το στραπατσάρισμα της γλώσσας που χαρακτήριζε άλλοτε τους απαίδευτους και τους ολιγόνοες είναι σήμερα γνώρισμα υπουργών και πρωθυπουργών.
Είναι συναρπαστικό να μελετήσει κανείς την παραλληλία γλωσσικής ευαισθησίας (ακόμα και άσχετης από σχολική φοίτηση και σπουδές) με τις αισθητικές απαιτήσεις στην ένδυση, σε προγενέστερα χρόνια. Να μελετήσει κυρίως το πώς προσέλαβαν το δυτικό ένδυμα οι Ελληνες στο ελλαδικό κράτος και πώς οι Ελληνες οι εκτός ελλαδικού κράτους. Γιατί κάποτε η Ελληνίδα της Αλεξάνδρειας, της Σμύρνης, της Οδησσού, της Τραπεζούντας φορούσε τη μακριά τουαλέτα με την τέλεια άνεση της οποιασδήποτε Ευρωπαίας, ενώ η Ελλαδίτισσα που πρωτόβαλε τέτοιο φόρεμα στο Μπρούκλιν ή στο Σικάγο έμοιαζε αμέσως να μιμείται κάτι ξένο και γι’ αυτό να μοιάζει κωμική. Το ίδιο και ο άντρας με το φράκο ή το σμόκιν.
Το μυστικό πρέπει να ήταν ότι οι Ελληνες οι εκτός ελλαδικού κράτους ένιωθαν περήφανοι για την ελληνικότητά τους, ζούσαν την ελληνικότητα ως πολιτισμική υπεροχή, ως ποιότητα ζωής. Με αυτή τη βιωματική σιγουριά είχαν την αυτονόητη άνεση να προσλαμβάνουν οτιδήποτε καινούργιο που το εύρισκαν ταιριαχτό με τα γούστα τους, να το αφομοιώνουν στον «αέρα» της ευγενικής τους καταγωγής. Αυτή τη στάση πρέπει να υπονοούσε ο Γιάννης Τσαρούχης όταν έλεγε: «Για να είσαι κοσμοπολίτης, πρέπει πρώτα να είσαι Ελληνας».
Η επίσημη ιδεολογία του «εθνικού» κράτους (τόσο στην εκπαίδευση όσο και στην πολιτική πρακτική – στη συγκρότηση των θεσμών και στη λειτουργία τους) ήταν πάντοτε στους αντίποδες της κοσμοπολίτικης αρχοντιάς: Το κράτος προϋπέθετε την Ελλάδα βαλκανική επαρχία της Ευρώπης, που για να εκπολιτιστεί και εκσυγχρονιστεί, όφειλε να μιμηθεί (όχι να προσλάβει) τη Δύση. «Πρόοδος» ήταν η αντιγραφή, ο πιθηκισμός από μειονεξία ή ξιπασιά, που καθηλώνει στον ρόλο του ουραγού, στο ρίσκο της παρωδίας, της καρικατούρας – τον «μπρούκλη» τον γέννησε το ελλαδικό κράτος, όχι η αμερικανική κοινωνία.
Το κακοφορεμένο φράκο συνοδεύτηκε στην κρατική Ελλάδα από δάνειες αντιλήψεις για τη γλώσσα (κοραϊκή «καθαρεύουσα» και ψυχαρική «δημοτική») και από επαχθή δάνεια χρηματικά που κράτησαν τους Ελλαδίτες πάντοτε υποτελείς των «φίλων» και «συμμάχων» τους Ευρωπαίων. Τι σύμπτωση, που ο εκπασοκισμός της ελλαδικής κοινωνίας, τα τελευταία τριάντα επτά χρόνια, αναζωπύρωσε εντυπωσιακά το ίδιο τριπλό σύμπτωμα: Κατάστρεψε, σε βαθμό αναπηρίας, τη νεοελληνική γλώσσα και έκφραση. Προπαγάνδισε την «ανεμελιά» στην αμφίεση βυθίζοντας μεγάλες πληθυσμικές ομάδες σε ενδυματολογική ακαλαισθησία, την πιο επιδεικτική που γνώρισε ποτέ αυτός ο τόπος. Και καταδίκασε το κράτος σε ανήκεστη οικονομική υποτέλεια, για το υπόλοιπο του αιώνα, λόγω εξωφρενικού δανεισμού με τους πιο ταπεινωτικούς όρους.
Συμπέρασμα: Αν υπάρξει ποτέ πολιτική παράταξη με συνεπή και προγραμματικό αντι-πασοκισμό, θα το αντιληφθούμε από τρία σημάδια: Θα έχει πρώτη προτεραιότητα, τη γλώσσα. Η εξωτερική εμφάνιση των μπροστάρηδων θα απηχεί την αρχοντιά της ελληνικής λαϊκής παράδοσης, αυτήν που μεταγγίζεται με το γάλα της μάνας. Και τρίτο, θα συνεγείρει τους Ελληνες σε αγώνα απεξάρτησης από τον πατριδοκτόνο δανεισμό.
Αυτά τα τρία.