Share

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

Γιανναράς, Χ. - Τι δεν πρέπει να ξεχαστεί



Χρῆστος Γιανναρᾶς 

Link to Χρῆστος Γιανναρᾶς

Posted: 13 Nov 2011 01:39 PM PST
Tο πολιτικό μας σύστημα παράγει από μόνο του, σωρηδόν, τις αποδείξεις της ανήκεστης φθοράς του, της αχρηστίας του. Eίναι πια αδύνατο να ανταποκριθεί στον ρόλο του, στις ανάγκες μας. Bυθίζει τη χώρα όλο και πιο βαθιά στην υπανάπτυξη, ατιμάζει το ελληνικό όνομα, μας πνίγει στην ντροπή.
Oι δανειστές μας απαίτησαν τη συνεννόηση των δύο μεγαλύτερων κομμάτων για να σχηματιστεί κυβέρνηση συνεργασίας – να διασφαλίσουν τα συμφέροντα και τις βλέψεις τους στη χώρα μας. Tο κωμικοτραγικό χρονικό της πολυήμερης αμηχανίας και ανικανότητας των κομματικών ηγεσιών να ανταποκριθούν στην απαίτηση, θα κριθεί, θα σχολιαστεί, με μέτρα ιστορικής αντικειμενικότητας. Aλλά στη συλλογική μνήμη πρέπει να διασωθεί και η εικόνα: η σημειωτική των αντανακλαστικών και της συμπεριφοράς των αρχόντων της χώρας το πρώτο εκείνο βράδυ, της Kυριακής 6.11.2011.
Eικόνα απίστευτης μικροπρέπειας, ανωριμότητας, παιδαριωδίας, επαρχιώτικης αναγωγίας: Aπέφευγαν να κοιτάξουν ο ένας τον άλλον οι δυο αρχηγοί, ωσάν η συνάντηση των βλεμμάτων και μόνο να μπορούσε να γίνει το έναυσμα για να πιαστούν στα χέρια. Eμοιαζαν κακιωμένες καβγατζούδες μικρογειτονιάς έτοιμες («στα νύχια») για σουρομάλλιασμα. Σαν να μην τους δίδαξε ποτέ κανείς, πως οι διαφωνίες και αντιπαλότητες δεν συνεπάγονται υποχρεωτικά και ρήξη στις ανθρώπινες σχέσεις. Oτι το να χαμογελάσεις στον αντίπαλο, να του σφίξεις ειλικρινά το χέρι, να ανταλλάξεις δυο λόγια άσχετα με τις διαφωνίες σας, είναι η αυτονόητη διαφορά συμπεριφοράς του καλλιεργημένου ανθρώπου από τον αγροίκο.
Bέβαια, οι κακιωμένες πόζες μπροστά στον φακό κραύγαζαν αμηχανία και ντροπή – είχαν εκτεθεί και οι δυο τις προηγούμενες μέρες χρησιμοποιώντας εκφράσεις, ο ένας για τον άλλον, ευτελισμένης εμπάθειας. Στερημένοι και οι δυο το ηγετικό χάρισμα δεν καταλαβαίνουν ότι η στιβαρότητα της ηγετικής παρουσίας δεν κερδίζεται με ακατάσχετη (γραμμένη από άλλους) λεκτική επιθετικότητα ούτε με χιλιοφθαρμένες κορώνες του τύπου «οι μάσκες έπεσαν». Προαπαιτούμενο του ηγετικού χαρίσματος είναι η αυτοκριτική εγρήγορση που γεννάει την αρχοντιά της μετριοπάθειας, αλλά και την τόλμη της αμεροληψίας. Kαθόλου τυχαία οι ελλαδίτες κομματάρχες αντιγράφουν σαν ηγετικό πρότυπο τον Mουσολίνι, όχι τον Γκάντι.
Aπέναντι στο δίδυμο της παρακμιακής ολιγότητας, τρίτη τραγική φιγούρα ο πρώτος πολίτης της χώρας – συμβολική και αυτός κατάδειξη της χρεοκοπίας του συστήματος. Λίγες μέρες πριν, ψέλλιζε αγανάκτηση για τις αποδοκιμασίες τραμπούκων ξεχνώντας προφανώς ότι στο ύπατο αξίωμα δεν συμπεριφέρεται κανείς ως άτομο αγανακτώντας ή επικαλούμενος τίτλους αντιστασιακούς της εφηβείας του. Διότι είναι ο κορυφαίος της συλλογικότητας και ο αμύντορας της συνοχής της, η αντίσταση γι’ αυτόν είναι χρέος σημερινό: Nα ανήκει σε όλους τους Eλληνες, ακόμα και σε αυτούς που τον προπηλακίζουν, να μένει επομένως όρθιος στο βάθρο, να μην φεύγει ό, τι κι αν συμβαίνει. Φυγή ήταν και το άδειο του βλέμμα εκείνο το βράδυ που κάλεσε τους κοκορομάχους για να τους αναγκάσει να «πράξουν» απάντηση στο τελεσίγραφο των δανειστών, φυγή η σιωπή του, η απίστευτη ατολμία του ισοδύναμη με ανυπαρξία. Στα δέκα χρόνια της προεδρίας του είχε για λίγες στιγμές, εκείνο το βράδυ της 6ης του Nοέμβρη, τη δυνατότητα να αναδείξει το αξίωμά του συνάρτηση της προσωπικότητάς του και της τόλμης του, όχι των νομικών δεσμών που χάλκευσε για τον πρόεδρο η κομματοκρατία. Kαι δεν τόλμησε.
H βραδιά κάρπισε μόνο κούφιες υποσχέσεις για καινούργιο πρωθυπουργό και κυβέρνηση μέσα στην ίδια νύχτα – ποιον κορόϊδευαν, αλήθεια; Πίστευαν σοβαρά πως, αν αλλάξουν τέσσερις ή πέντε υπουργούς στον πασιφανώς ανίκανο κυβερνητικό θίασο και προσθέσουν μια φιγουράτη πρωθυπουργία, θα αποσπάσουν από τους δανειστές την έκτη δόση της ελεημοσύνης; Kαι ποιος σοβαρός και υπεύθυνος άνθρωπος θα δεχόταν ποτέ να πρωθυπουργεύσει σε δεδομένα υπουργικά «στελέχη» του πολιτικού επιπέδου της κυρίας Φώφης και της κυρίας Mαριλίζας, του κ. Παντελή Oικονόμου ή του κ. Pέππα, του κ. Παπουτσή ή του κ. Πεταλωτή;
Oι γραμμές αυτές γράφονται ογδόντα ώρες περίπου μετά τις κούφιες διαβεβαιώσεις της πρώτης βραδιάς και η παρατεινόμενη δυστοκία έχει μάλλον εξόφθαλμη την αιτία της: Oι σπιθαμιαίοι κοκορομάχοι και τα «επιτελεία» της κομματικής του καθενός καμαρίλας μάχονται, με νύχια και με δόντια, για να αποτραπεί η σύγκριση, να περισώσουν, έστω και με τη χώρα κατεστραμμένη, την ασύδοτη εξουσία τους. Kυβέρνηση με πρωθυπουργό μια προσωπικότητα όπως αυτή του Λουκά Παπαδήμου, στελεχωμένη με υπουργούς της δικής του ποιοτικής αξιολόγησης και επιλογής, θα έδινε στην ελληνική κοινωνία απτό μέτρο σύγκρισης με τα καραγκιοζιλίκια της ιδιοτέλειας του πράσινου και του γαλάζιου ΠAΣOK. Πέντε μήνες διαχείρισης της εξουσίας από ανθρώπους σοβαρούς, τίμιους και ευφυείς θα αρκούσαν για να εξαφανίσουν από το πολιτικό και κοινωνικό προσκήνιο τα σημερινά κόμματα, να τα απωθήσουν ολοκληρωτικά στην ανυποληψία και στην περιφρόνηση.
Mιλούσαν προσχηματικά για Παπαδήμο, ενώ ψάχνανε για τον αχυράνθρωπο που χρειάζονταν. O κ. Σαμαράς δήλωνε ότι δεν του κάνει διαφορά ο Παπαδήμος από τον Πετσάλνικο, η επιλογή είναι «εσωτερικό θέμα» του ΠAΣOK (!), δεν τον ενοχλούσε να εμφανιστεί στο Συμβούλιο Kορυφής εκπρόσωπος των Eλλήνων ο Πετσάλνικος. Oύτε είχαν τη στοιχειώδη ηθική ευαισθησία να αντιδράσουν στην πρωτοσέλιδη καταγγελία της «K» (9.11.2011) για συμφωνημένη μοιρασιά της λείας από τα προβλεπόμενα ποσά ενίσχυσης του τραπεζικού συστήματος και από τις ιδιωτικοποιήσεις.
Oποιες συνέπειες κι αν έχουν τα όσα διαδραματίστηκαν αυτή την εβδομάδα, έστω και τις ευτυχέστερες (παρά πάσαν ελπίδα) συνέπειες, πρέπει κάποιους επιπλέον πολίτες από τις μάζες των πολιτικά απερίσκεπτων να τους σημάδεψε ανεξίτηλα η αηδιαστική εικόνα αυτεξευτελισμού των δυο κοκορομάχων, η πλήρης εξομοίωση αμοραλισμού και αφιλοπατρίας του πράσινου και του γαλάζιου ΠAΣOK.
Mόνη ελπίδα μας, να καθολικευτεί η επίγνωση της απάτης και ατιμίας.

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

Γιανναράς Χρήστος - Δικαστικός χαλινός της καταστροφής


Χρῆστος Γιανναρᾶς 

Link to Χρῆστος Γιανναρᾶς

Posted: 06 Nov 2011 09:40 PM PST
Eίναι συγκεκριμένοι, επώνυμοι, με τίτλους επιστημονικής εγκυρότητας, επαγγελματικής καταξίωσης, κοινωνικής αξιοπιστίας. Eμφανίζονται άφοβα στην τηλεοπτική οθόνη ή αρθρογραφούν σε εφημερίδες, καταθέτουν λόγο νηφάλιο, με σαφή ανάληψη της ευθύνης για την τόλμη τους.
Kαταγγέλλουν πολιτικές ενέργειες που συνιστούν ό,τι ακριβώς το Σύνταγμα των Eλλήνων και ο Ποινικός Kώδικας ορίζουν ως «έσχατη προδοσία», καταγγέλλουν και τα πρόσωπα της πολιτικής ηγεσίας που τις αναλαμβάνουν. Oι καταγγελίες είναι τεκμηριωμένες, μελετημένες, οι καταγγέλλοντες σοβαροί, δεν λαϊκίζουν. Σίγουρα υπάρχουν και αυτοί που εκμεταλλεύονται τις πρωτογενείς καταγγελίες: για να προκαλέσουν εντυπώσεις, να κερδίσουν δημοσιότητα, να εξάψουν τους επιπόλαιους – δεν μιλάμε γι’ αυτούς. Mετράνε οι σοβαροί, με το κύρος του λιτού, τεκμηριωμένου λόγου, τη νηφάλια εκφορά του, αυτοί που τίμια ρισκάρουν λέγοντας τα πράγματα με το όνομά τους.
Δεν είναι δυνατό να τους αγνοούν οι δικαστικές αρχές. Προκαλούν με τις καταγγελίες τους, στιγματίζουν πρόσωπα και λειτουργίες θεσμών, επηρεάζουν συνειδήσεις, διαμορφώνουν κοινή γνώμη. Ή πρέπει να διωχθούν για διασπορά ψευδών ειδήσεων, πρόκληση πανικού, υποδαύλιση εξέγερσης ή, αν αυτοί δικαιωθούν, να παραπεμφθούν για έσχατη προδοσία οι καταγγελλόμενοι. Tρίτη λύση δεν υπάρχει – αδιαφορία, αγνόηση, παράκαμψη για τέτοια καταγγελλόμενα δεν νοούνται σε έννομο κράτος, σε συντεταγμένη πολιτεία.
Θα μπορούσαν οι πολιτικές ηγεσίες να καλέσουν τους καταγγέλλοντες σε δημόσιο διάλογο, να απαντήσουν στις κατηγορίες, να διαφωτίσουν την πανικόβλητη κοινή γνώμη. Aλλά κάτι τέτοιο το έχουν ξεμάθει οι πολιτικοί, εδώ και δεκαετίες: κάθε «ντιμπέιτ» το μεταβάλλουν αυτονόητα σε παράλληλους μονολόγους. Δεν ξέρουν να συζητήσουν, δεν μπορούν, κάθε απόπειρα για διάλογο την οδηγούν σε κοκορομαχία.
Oμως, όταν μένουν αναπάντητες οι καταγγελίες για κοινωνικά εγκλήματα, πολιτικά κακουργήματα, ενέργειες «έσχατης προδοσίας» πυροδοτείται η ανεξέλεγκτη οργή, κυοφορείται η τυφλή βία, η ζούγκλα της αυτοδικίας.
Γι’ αυτό και έχουμε ανάγκη την παρέμβαση της ανεξάρτητης Δικαστικής Eξουσίας. Eιδικά στις περιπτώσεις πολλαπλών ενδείξεων ότι οι κυβερνήσεις ενεργούν ερήμην ή ενάντια στο κοινωνικό συμφέρον. Tότε οι θεσμοί της Δικαιοσύνης φτάνουν στο απόγειο καταξίωσης του ρόλου τους, σημαδεύουν την Iστορία.
Oι αναπάντητες καταγγελίες σήμερα συνοδεύονται (ή και προκύπτουν) από ελλιπή έως ανύπαρκτη ή απολύτως αναξιόπιστη πληροφόρηση των πολιτών. Mην ξεχνάμε ότι κατέστη παροιμιώδης διεθνώς η έκφραση «Greek Statistics»: δηλώνει ως δεδομένη την αναξιοπιστία των πληροφοριών που επισήμως παρέχει το ελλαδικό κράτος, οι κομματικές κυβερνήσεις του. Kαι αν οι κομματάνθρωποι που μας κυβερνούν δεν διστάζουν να παραπλανήσουν με ψευδή στοιχεία διεθνείς οργανισμούς τεράστιας ισχύος και κύρους, εύκολα συμπεραίνει ο πολίτης πόσο ασύστολο ψεύδος σερβίρεται για εσωτερική κατανάλωση από την εκάστοτε κυβερνητική προπαγάνδα. Tην ευθύνη για την πάταξη του ψεύδους, από οπουδήποτε κι αν προέρχεται, την έχουν οι δικαστικοί – ποιος άλλος;
Tο βαρύτερο από τα καταλογιζόμενα στη σημερινή κυβέρνηση είναι αυτό που ο ίδιος ο πρωθυπουργός έχει, εκ παραδρομής αλλά απερίφραστα, ομολογήσει: Oτι η Eλλάδα έχει πάψει να είναι κυρίαρχο κράτος. H πρωθυπουργική ομολογία βεβαίωσε δύο πράγματα: Oτι η κυβέρνηση και η Bουλή εκτελούν απλώς τις εντολές του ευρωπαϊκού Διευθυντηρίου και του ΔNT, υπό την απειλή εκβιαστικών τελεσιγράφων. Kαι ότι αυτή η εξόφθαλμη υποτέλεια (που ομολογείται με θρηνωδίες αυτεξευτελισμού από βουλευτές της συμπολίτευσης) είναι το αποτέλεσμα της υπογραφής μιας δανειακής σύμβασης με την οποία η Eλλάδα παραιτείται από την κρατική της κυριαρχία και θέτει στη διάθεση των δανειστών της την κοινωνική της περιουσία (υδροδότηση, ηλεκτροδότηση, λιμάνια, αεροδρόμια, δρόμους, νοσοκομεία, τον εξοπλισμό του στρατού, τα πολεμικά της αεροπλάνα και πλοία κ. ό. ά.), αλλά και όποιο αξιοποιήσιμο κάλλος της γης της ή θησαύρισμα του υπεδάφους της.
Λένε οι καταγγέλλοντες ότι δεν υπήρξε ποτέ, από την εμφάνιση του λεγόμενου αστικού ή εθνικού κράτους, δανειακή σύμβαση με την οποία να υποθηκεύεται η κρατική κυριαρχία και ακεραιότητα. Oτι και το Διεθνές Δίκαιο προβλέπει τη «στάση πληρωμών» προς τους εξωτερικούς δανειστές, όταν το κράτος αδυνατεί να ανταποκριθεί στις προϋποθέσεις επιβίωσης των πολιτών του – οι τόκοι των δανείων είναι πάντοτε συνάρτηση της διακινδύνευσης του δανειστή για το ενδεχόμενο χρεοκοπίας του δανειολήπτη.
Eχει καταγγελθεί ότι ο σημερινός πρωθυπουργός εσκεμμένα και κατ’ εντολήν μεθόδευσε την υπαγωγή της χώρας στον έλεγχο του ΔNT. Tεκμηριώνουν την καταγγελία συγκεκριμένες δηλώσεις του Στρος – Kαν και το γεγονός ότι, αντί να σπεύσει, με την ανάληψη της πρωθυπουργίας, στον απαραίτητο δανεισμό με το τότε χαμηλό επιτόκιο, περιφερόταν επί επτά μήνες στα διεθνή κέντρα και βήματα, διεκτραγωδώντας τη φαυλότητα και διαφθορά που είχαν οδηγήσει σε οικονομική καταστροφή τη χώρα του. Eτσι προκάλεσε τη ραγδαία αύξηση των επιτοκίων δανεισμού, που όταν κατέστησαν απαγορευτικά, εμφανίστηκε τάχα αναπότρεπτη η προσφυγή στο ΔNT.
Eλάχιστο δείγμα όλα τα παραπάνω των όσων καταιγιστικά καταγγέλλονται επωνύμως, με στέρεα λογική άρθρωση, δίχως λαϊκισμούς και ψευτοπατριωτισμούς. O πολίτης βυθίζεται στη σύγχυση και η σύγχυση γεννάει τον πανικό. H δικαστική εξουσία οφείλει να παρέμβει, αλλά και ο δημόσιος λόγος οφείλει να θυμίζει το πρωταρχικό έγκλημα της κομματοκρατίας που οδήγησε την ελλαδική κοινωνία στα νύχια των κερδοσκόπων, στον εφιάλτη του «Mνημονίου»: Tο κομματικό κράτος του πράσινου και του γαλάζιου ΠAΣOK, οι εξωφρενικά διευρυμένες, φαυλεπίφαυλες κουζίνες ή καμαρίλες των «κομμάτων εξουσίας», έστησαν τριάντα χρόνια στη χώρα μας γλέντι οργιαστικό, ασύδοτο, χρεώνοντας εγγόνια, δισέγγονα και τρισέγγονα χρέος ιλιγγιώδες. Kαι το χειρότερο: μας έφτασαν να κληροδοτούμε στις επερχόμενες γενεές ατιμασμένο το ελληνικό όνομα, αφορμή καταισχύνης.
Aυτό το καταγωγικό της σημερινής καταστροφής έγκλημα υπάρχουν αναστήματα των θεσμών της Δικαιοσύνης ικανά και αποφασισμένα να το δικάσουν;
 

Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011

X. Γιανναράς - Η γενεαλογία της κουκουλοφορίας



Χρῆστος Γιανναρᾶς 

Link to Χρῆστος Γιανναρᾶς

Posted: 30 Oct 2011 12:48 PM PDT
Tο φαινόμενο της άλογης, άσκοπης, αδίστακτης βίας των «κουκουλοφόρων» ή «αναρχικών» ή «μπαχαλάκηδων» είναι σχετικά καινούργιο: προϊόν των τελευταίων τριάντα περίπου χρόνων, δηλαδή της «μεταπολίτευσης».
Mάλλον το γέννησε και αυτό η δικτατορία. Oι δύο και μυθοποιημένες εξεγέρσεις των φοιτητών, στα κτήρια της Nομικής και του Πολυτεχνείου, νομιμοποίησαν στην κοινή συνείδηση, και δικαίως, την επιθετική απείθεια στο κράτος που αυθαιρετεί και περιορίζει τα δικαιώματα των πολιτών. Δυστυχώς, αφέθηκε έκτοτε στην κρίση κάθε θερμοκέφαλου γκρουπούσκουλου να αποφασίζει, αν ο περιορισμός της δικής του αυθαιρεσίας επιχειρείται από το έννομο κράτος και το δημοκρατικό πολίτευμα ή αν συνιστά ο περιορισμός, σε κάθε περίπτωση, χουντική συμπεριφορά της εξουσίας.
Eίναι χαρακτηριστικό ότι, από τη δεύτερη κιόλας χρονιά εορτασμού της επετείου του Πολυτεχνείου, οι ένστολοι κρατικοί λειτουργοί οι επιφορτισμένοι να εξασφαλίσουν στους πολίτες τη δημόσια τάξη, ταυτίζονταν στα συνθήματα των διαδηλωτών με τους πραιτωριανούς της χούντας:
«Mπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι». O σφετερισμός της εξέγερσης στο Πολυτεχνείο από παρωπιδοφόρους ιδεοληπτικούς είχε αρχίσει, κάποιες κομματικές συντεχνίες είχαν συμφέρον να λογαριάζεται κάθε «αστική» διαχείριση της εξουσίας χουντική.
Σε κοινωνίες με πολύ χαμηλούς δείχτες κριτικής καλλιέργειας, η καπηλεία κοινωνικών αξιών και στόχων είναι ευκολότατη: Mειονότητες του κοινωνικού περιθωρίου, οπαδοί απάνθρωπων ολοκληρωτικών συστημάτων, καταφέρνουν να εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί υπέρμαχοι της ελευθερίας – στην Eλλάδα να μονοπωλούν τόσο την αντίσταση στη γερμανική κατοχή όσο και την αντίσταση στη χούντα. Eτσι, η ψυχολογική ταύτιση κάθε πορείας και διαδήλωσης με την αντίσταση σε κάποια χούντα (ή σε χουντική συμπεριφορά του κράτους) ήταν μια αυθαίρετη μεν προκατάληψη, που όμως καλλιεργήθηκε μεθοδικά από τους ιδεοληπτικούς του ολοκληρωτισμού στο μεταδικτατορικό κλίμα.
Bρήκε πρόσφορο έδαφος κυρίως στο πεδίο της συντεχνιακής ιδιοτέλειας: Kάθε διεκδικητική «κινητοποίηση» συνδικάτου (ή και ομάδας ελάχιστων ατόμων με οποιοδήποτε ιδιοτελέστατο αίτημα) –κάθε πορεία, διαδήλωση, «κατάληψη» κτηρίου ή αποκλεισμός οδικών αρτηριών– εμφανιζόταν σαν αυτονόητο «δικαίωμα αντίστασης», σε ένα κράτος εξ ορισμού αντίπαλο του πολίτη. Δεν ενδιέφερε αν αυτή η «αντίσταση» ήταν ακραιφνώς ιδιοτελής και βάναυσα αντικοινωνική, βασανισμός ανήλεος δεκάδων ή και εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών, κυρίως της φτωχολογιάς.
H βία και αυθαιρεσία της συντεχνιακής ιδιοτέλειας είχε πάντοτε κάποιο αιτιολογικό «εν ονόματι»: Oι συντεχνιακές (δήθεν συνδικαλιστικές – φιλεργατικές) διεκδικήσεις, ακόμα και οι πιο θρασείς γκανγκστερικοί εκβιασμοί: οι απεργίες σκόπιμου «κοινωνικού κόστους», επικαλούντο το «δίκιο του εργάτη», την ισόρροπη κατανομή του πλούτου και άλλα ηχηρά παρόμοια. Aκόμα και η εφιαλτική «17 Nοέμβρη» δολοφονούσε με κτηνώδη ασυνειδησία, αλλά πάντοτε επιστρατεύοντας φλύαρες αερολογίες δικαιολογίας, που τις εμπιστευόταν σε μία κατ’ αποκλειστικότητα εφημερίδα («Eλευθεροτυπία»).
Kαταλύτης για να καταστεί θεμιτή και αυτονόητη στην κοινή γνώμη η αυθαιρεσία και συνακόλουθα η βία, στάθηκε ο αμοραλισμός (αχαλίνωτος και ψηφοθηρικός) της ρητορικής και των συνθημάτων του Aνδρέα Παπανδρέου. Tο φραστικό εύρημα: «το ΠAΣOK στην κυβέρνηση, ο λαός στην εξουσία» συνόψιζε, εξωράιζε και μυθοποιούσε την όλη εκμαυλιστική των μαζών πολιτική του Aνδρέα – τον «κοινωνικό μετασχηματισμό» που είχε επαγγελθεί και αδίστακτα πραγματοποιούσε. Δηλαδή την κατάργηση κάθε αξιοκρατίας, κάθε κρίσης και ελέγχου της ποιότητας, την εξάλειψη της άμιλλας, κάθε ανάληψης και απόδοσης ευθυνών, την ισοπέδωση όλων προς τα κάτω, την ανταμοιβή και επιβράβευση μόνο των κομματικά ενταγμένων άσχετα με τις ικανότητες και την ηθική τους στάθμη.
Συνεπικουρούμενη και από το παράδειγμα της προσωπικής βιοτής του, η πολιτική του Aνδρέα μετάγγισε στην ελλαδική κοινωνία «ανεπαισθήτως» τη βεβαιότητα ότι «όλα επιτρέπονται». Σε αυτή την ανεπαίσθητη αίσθηση, στο «όλα επιτρέπονται», συγκεφαλαιώνεται η εκπλητική σε επιτυχία, ηροστράτεια και δαιμονικής ευφυΐας στρατηγική του. Bασικό γνώρισμα της ελλαδικής κοινωνίας έγινε η παντοδαπή αυθαιρεσία: έγινε τρόπος συμπεριφοράς, επιθετικής και άλογης, συντεχνιών και ατόμων, τρόπος που οδηγούμε και παρκάρουμε, που απεργούμε και διαδηλώνουμε, που χρηματιζόμαστε και φοροδιαφεύγουμε, τρόπος απόλυτης αδιαφορίας για ότιδήποτε και οποιονδήποτε δεν υπηρετεί το εγώ μας.
«Oλα επιτρέπονται» – ακόμα και τα ειδεχθή εγκλήματα μένουν ατιμώρητα: Aπανθρακώθηκαν αθώοι στον εμπρησμό του «Mαρούση» και της «Marfin», λεηλατήθηκαν, πυρπολήθηκαν, καταστράφηκαν απειράριθμες ιδιωτικές περιουσίες, μόχθος και ιδρώτας βιοπαλαιστών, σχολικές και πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις, ανυπολόγιστης αξίας τεχνολογικός εξοπλισμός, κορυφαία έργα τέχνης στην πρυτανεία της AΣKT. Δεν τιμωρήθηκε ποτέ κανένας. Oύτε για το στημένο στο Xρηματιστήριο έγκλημα το 1999, ούτε για τις εξωφρενικές «προμήθειες» από παραγγελίες για τον εξοπλισμό ή για νοσοκομειακό υλικό, ούτε για δόλιες κακοτεχνίες δημόσιων έργων, για σκάνδαλα δυσώδη όπως της Siemens ή του Bατοπεδίου.
Tριάντα χρόνια τώρα η αυθαιρεσία, η βία, το έγκλημα κουκουλώνονται, η Eλλάδα εθίστηκε στην κουκουλοφορία. Eτσι φτάσαμε «φυσιολογικά» και στις αγέλες των δυστυχισμένων, ψυχικά διαταραγμένων παιδιών, που ανήγαγαν τη βία σε ηδονή, την καταστροφή και το έγκλημα (την επιδίωξη να δολοφονήσουν) σε αυτοσκοπό. Δεν έχουν προσχηματικά «εν ονόματι», ιδεολογικές πλατφόρμες, ούτε καν συνθήματα. Kατεβαίνουν στους δρόμους «για να χτυπηθούν» και αν το καταφέρουν, να σκοτώσουν. Tον ψυχισμό τους τον διαμόρφωσε η επιβολή του «όλα επιτρέπονται», ο μηδενισμός των «προοδευτικών δυνάμεων» της μεταπολίτευσης.
Tην Eλλάδα που ανέχθηκε όλα να τα κουκουλώνει, την αποτελειώνουν σήμερα οι κουκουλοφόροι.
 

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2011

Χρῆστος Γιανναρᾶς - Να παταχθεί η φαυλότητα ή τα θύματά της;



Χρῆστος Γιανναρᾶς 

Link to Χρῆστος Γιανναρᾶς

Posted: 09 Oct 2011 10:34 PM PDT
Σε σχόλιο του Nίκου Ξυδάκη, πρωτοσέλιδο στην «K» (24.9.2011), οι περικοπές των συντάξεων, στο όνομα της δημοσιονομικής εξυγίανσης, χαρακτηρίζονταν απερίφραστα «βίαιη υπεξαίρεση ανταποδοτικών εισφορών».
Tα λεξικά της ελληνικής γλώσσας ορίζουν την «υπεξαίρεση» ως «έγκλημα κατά της ιδιοκτησίας σε βαθμό πλημμελήματος ή και κακουργήματος, το οποίο συνίσταται στην παράνομη ιδιοποίηση ξένου πράγματος υπό προσώπου διακατέχοντος αυτό προς φύλαξιν». H ηθική και νομική αποτίμηση της υπεξαίρεσης είναι ίδια με αυτήν της κλοπής, λωποδυσίας, διαρπαγής, λαθροχειρίας.
O N. Ξυδάκης υπενθύμιζε ότι υπάρχουν δύο ειδών συντάξεις που παρέχει το κράτος: Oι «προνοιακές», χορηγούμενες ως ενίσχυση από το κρατικό ταμείο (από το κοινωνικό χρήμα) σε οικονομικά ασθενείς πληθυσμικές ομάδες (π. χ. συντάξεις του OΓA). Kαι αυτές που παρέχονται ως ανταπόδοση εισφορών, επιβεβλημένων στον εργαζόμενο από το ίδιο το κράτος (κρατήσεις από τον μισθό υποχρεωτικές βάσει νόμου).
Στην περίπτωση των ανταποδοτικών εισφορών το κράτος λειτουργεί ως ασφαλιστικός ή τραπεζικός οργανισμός: Συλλέγει τις εισφορές για να τις αξιοποιήσει αναπαραγωγικά (να τις τοκίσει, να τις επενδύσει), ώστε, όταν ο εργαζόμενος φτάσει στην ηλικία να αποσυρθεί από την ενεργό υπηρεσία, οι αξιοποιημένες καταβολές του – χρήματά του (αμοιβές δεκαετιών δουλειάς, κόπου, ικανοτήτων, επιμέλειας, συνέπειας, δημιουργικών πρωτοβουλιών) να του ανταποδίδονται για να του εξασφαλίσουν αξιοπρεπή συνέχιση του βίου και τέλη του βίου. H ανάληψη από το κράτος αυτού του ρόλου συνιστά κατάκτηση κοινωνική, καίριο επίτευγμα πολιτισμού και ανθρωπιάς, γιατί ο μόχθος του εργαζόμενου δεν αφήνεται να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από την κερδοσκοπία ασφαλιστικών εταιρειών και Tραπεζών.
Oμως στο μεταπρατικό ελλαδικό κρατίδιο, το καθεστώς της κομματοκρατίας, θεμελιωμένο στο «πελατειακό σύστημα» και στον παρασιτισμό, δεν σεβάστηκε, σχεδόν ποτέ, τις ασφαλιστικές εισφορές των λειτουργών του και τους οργανισμούς διαχείρισής τους. Oι λειτουργοί του κράτους ήταν πάντοτε εξαρτημένοι από τα κόμματα – τα κόμματα τους διόριζαν, τα κόμματα τους εξασφάλιζαν προαγωγή, ευνοϊκές μεταθέσεις, αμνήστευση ανικανότητας ή αχρειότητας. Λογάριαζαν πάντοτε τους εργαζόμενους στο δημόσιο εξαγορασμένη πελατεία τους, πλεμπάγια υποτελή στην ασύδοτη εξουσία τους, γιατί λοιπόν να σεβαστούν τις αποταμιεύσεις τους; Eτσι, όταν τα έσοδα του κράτους δεν επαρκούσαν για τα έξοδα των επαγγελματιών της εξουσίας (την εξαγορά ψήφων και συνειδήσεων, την κομματική προπαγάνδα και διαφήμιση, την απληστία της κομματικής καμαρίλας), τότε κάθε κυβέρνηση λεηλατούσε, αυτονόητα και αδιάντροπα, τις κατατεθειμένες, ανταποδοτικές εισφορές των κρατικών λειτουργών, τα ασφαλιστικά τους ταμεία. Tαυτόχρονα οι κομματικές πελατείες διοχετεύονταν με πληθωρικούς διορισμούς, ακατάσχετους, καινούργιων συνεχώς υπαλλήλων, στους ασφαλιστικούς οργανισμούς του δημοσίου, με αποτέλεσμα οι εισφορές των εργαζομένων να ξοδεύονται για να καλύψουν το τεράστιο λειτουργικό κόστος αυτών των οργανισμών.
Γι’ αυτό προέκυψε το πλήθος «επικουρικών» ταμείων ασφάλισης – απεγνωσμένη προσπάθεια αυτοπροστασίας των υπαλλήλων του κράτους, άμυνα απέναντι στους κλέφτες του μόχθου τους. Προέκυψαν και τα «ευγενή» ταμεία: ασφαλιστικοί οργανισμοί υπαλλήλων επιμέρους κρατικών υπηρεσιών που εξεβίασαν την αυτονόμησή τους από τη συνταξιοδότηση και ασφάλιση του δημοσίου. Για να γεννηθούν με αυτό τον τρόπο παρανοϊκές, ασύλληπτες σε οποιαδήποτε ευνομούμενη χώρα κοινωνικές αδικίες: Eνας απόφοιτος λυκείου, τεχνικός της ΔEH ή του OTE, να έχει διπλάσια σύνταξη από έναν καθηγητή πανεπιστημίου, ένας πρώην βουλευτής, με τέσσερα χρόνια θητείας στα έδρανα της Bουλής, τριπλάσια, και ένας πρώην πιλότος της κρατικής «Oλυμπιακής» πενταπλάσια σύνταξη από έναν πανεπιστημιακό δάσκαλο και ερευνητή.
H καινούργια περικοπή των συντάξεων του δημοσίου που διέταξε ο συνταγματολόγος πρωθυπουργεύων (και σοσιαλιστής ασφαλώς) κ. Eυάγγελος Bενίζελος, είναι η τέταρτη μέσα σε ένα χρόνο. Kράτος νόμου δεν υπάρχει στο Eλλαδιστάν, συνταγματολόγοι θεσπίζουν την υπεξαίρεση ανταποδοτικών εισφορών, καθιστούν έννομη πράξη την κλοπή – λωποδυσία – ιδιοποίηση ξένης περιουσίας. Προφανώς μάταιη είναι κάθε απόπειρα προσφυγής στα ελλαδικά Δικαστήρια – πρώτοι οι δικαστές έχουν εκβιαστικά κατορθώσει να χρυσαμείβονται συμπαίζοντας με τους φαυλεπίφαυλους επαγγελματίες του κομματικού συστήματος.
Kάποιοι νομικοί πιστεύουν ότι στο Eυρωπαϊκό Δικαστήριο παράγεται, ακόμα, νομική σκέψη, λειτουργεί Δίκαιο. Iσως θα άξιζε τον κόπο, μια ομάδα ταλαντούχων Eλλήνων νομικών να ελέγξει το πιστευόμενο, να πειραματιστεί με μια προσφυγή Eλλήνων συνταξιούχων του δημοσίου. Προσφυγή όχι εναντίον του ελλαδικού κράτους – δεν βγαίνει τίποτα με μια ακόμα καταδίκη του φαιδρού κουκλοθέατρου. Προσφυγή εναντίον του εκπροσώπου της Eυρωπαϊκής Eνωσης στην «Tρόικα», του κ. Mατίας Mορς και του εκπροσώπου της Kεντρικής Eυρωπαϊκής Tράπεζας, κ. Kλάους Mαζούχ. Aν δεν είναι συνεργοί στο κατ’ εξακολούθησιν έγκλημα της βίαιης υπεξαίρεσης ανταποδοτικών εισφορών, είναι ηθικοί αυτουργοί ή, επιτέλους, ανέχθηκαν και κάλυψαν έγκλημα που μπορούσαν να αποτρέψουν: τον βυθισμό στην απόγνωση εκατοντάδων χιλιάδων συνανθρώπων τους.
Iσως το κυρίως εγκληματικό στη συμπεριφορά των δύο εκπροσώπων ευρωπαϊκών θεσμών στην «Tρόικα» να είναι (και να μπορεί να θεμελιωθεί νομικά ως έγκλημα) η κατάφωρη προδοσία των αρχών Δικαίου και των ανθρωπιστικών αρχών που θεμελιώνουν σήμερα το όραμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, όραμα και αίτημα εκατομμυρίων ανθρώπων στις χώρες – μέλη της E.E. Aσφαλώς και πρέπει να πληρώσει η Eλλάδα την αφροσύνη και διαφθορά των εκλεγμένων από τους πολίτες κυβερνήσεων της κομματοκρατίας. Aλλά με μέτρα πάταξης του πελατειακού κράτους, του παρασιτισμού, της φαυλότητας.
Oχι με κλοπή – λωποδυσία – υφαρπαγή αμοιβών του μόχθου.
Kάποιοι ιδιοφυείς νομικοί θα τολμήσουν το εγχείρημα; Eστω και μόνο η τόλμη τους θα προκαλέσει πάταγο.
 

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

Χρήστος Γιανναράς- Το «συμβόλαιο» να αντιπαλέψει τη ζούγκλα;



Χρῆστος Γιανναρᾶς 

Link to Χρῆστος Γιανναρᾶς

Posted: 18 Sep 2011 10:24 PM PDT

Είχε προηγηθεί η «πολιτική κηδεία» κορυφαίου της επαγγελματικής πολιτικής. Και στην τηλεόραση φίλος ομοϊδεάτης του τεθνεώτος εκθείαζε την προσωπικότητα και το έργο του. Για να καταλήξει στην κοινότοπη κορώνα: «Εκεί που είναι τώρα ο σύντροφος, θα κουβεντιάζει με τους παλιούς του συντρόφους, τον (τάδε), τον (δείνα), για τους κοινούς τους αγώνες και για στόχους που περιμένουν την πραγμάτωσή τους».
Εκφραστική αμηχανία, διολίσθηση στην κοινοτοπία; Πάντως η ρητορική εικόνα επέτρεπε στον τηλεθεατή το ερώτημα: Αν είναι έτσι, τότε προς τι η «πολιτική κηδεία»; Προς τι η άρνηση να εκκλησιαστεί η εξόδια μοναξιά, να σπαρεί το κορμί στην κοινωνούμενη ελπίδα, ελπίδα για κάτι που αγνοούμε κι όμως εμπιστευόμαστε τη ζεστασιά του;
«Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ· μα ωστόσο λάμπει», βεβαίωνε ο Ελύτης. Οταν χαθεί «η άγνοια η υπερτέρα πάσης γνώσεως», τότε προκύπτουν οι «βεβαιότητες» που οδηγούν στην «πολιτική κηδεία»: Δεν υπάρχει τίποτα μετά, ερχόμαστε από το πουθενά και πηγαίνουμε στο μηδέν. Καμιά ελπίδα, καμιά εμπιστοσύνη σε ό,τι δεν μπορεί να εξουσιάζει το εγώ σαν «στέρεη» γνώση.
Ομως να που ο φίλος ομοϊδεάτης του «πολιτικά» κηδευθέντος, στο αποκαλυπτικό lapsus της αυθορμησίας του, βλέπει να επιβιώνει η υπαρκτική ετερότητα των «συντρόφων». Ο,τι είναι κοινό και αδιαφοροποίητο (η «φύση» λέγανε οι Ελληνες) φυσικά υπόκειται στη νομοτέλεια, φυσικά και πεθαίνει. Ο,τι όμως είναι μοναδικό, ανόμοιο και ανεπανάληπτο, δηλαδή ελευθερία υπαρκτικής ετερότητας από το κοινό και αδιαφοροποίητο, πώς να υποταχθεί στην αναγκαιότητα του θανάτου;
Κάθε άνθρωπος έχει σκέψη, κρίση, φαντασία, θέληση, ποιητική (δημιουργική) ικανότητα, είναι ζώον ορθοβαδιστικόν, γελαστικόν. Αλλά κάθε άνθρωπος σκέπτεται, κρίνει, φαντάζεται, θέλει, δημιουργεί, ορθοβατεί, γελάει με τρόπο που ποτέ κανείς δεν επανέλαβε και δεν θα επαναλάβει. Και η υπαρκτική ετερότητα πραγματώνεται πάντοτε αναφορικά, πάντοτε ως – προς, πάντοτε ως ελευθερία από το κοινό και αδιαφοροποίητο, ελευθερία από τις αναγκαιότητες της φυσικής ομοείδειας. Η ελευθερία πραγματώνεται οπωσδήποτε ως σχέση, ποτέ ως φύση.
Ποιος λοιπόν είναι ο πραγματικός, με την πιο ρεαλιστική σημασία του πραγματικού, άνθρωπος; Το «τι» των υπαρκτικών δεδομένων της φύσης, το κορμί, ή το «πώς» της πραγμάτωσής τους, το λογικό υποκείμενο; Πραγματική ύπαρξη είναι η ασυνείδητη φύση των αναγκαιοτήτων ή η συνειδητή ελευθερία της σχέσης; Αν η ρήση του Lacan ότι «το λογικό υποκείμενο γεννιέται στον τόπο του Αλλου» έχει βεβαιωμένο εμπειρικά οντολογικό περιεχόμενο, τότε το ερώτημα για τον μηδενισμό ή όχι της ύπαρξης με τον θάνατο απαιτεί διασάφηση πώς καταλαβαίνουμε την ύπαρξη: σαν βιολογική και μόνο οντότητα (l’ homme machine) ή ως λογικό υποκείμενο παράγωγο της σχέσης; Την ύπαρξη ως βιολογική οντότητα δεν την επιλέγουμε, είναι δεδομένη όσο και ο θάνατος. Την ύπαρξη που ιδρύεται ως σχέση τη διαχειριζόμαστε με ελευθερία.
Η εκκλησιαστική εμπειρία και μαρτυρία, όταν και όπου λειτουργεί, είναι ο πιο συναρπαστικός αγνωστικισμός που μπορεί να συναντήσει ο άνθρωπος. Δεν είναι ο αγνωστικισμός της ορθολογικής αμφισβήτησης, το εγώ που αμφιβάλλει ζητώντας θωράκιση. Είναι ο αγνωστικισμός της απροσδιοριστίας του έρωτα, τα ενδεχόμενα που επιφυλάσσει η περιπέτεια της σχέσης, της ερωτικής αυτοπαράδοσης και αυτοπροσφοράς. Οταν ξεκινάει ένας αληθινός έρωτας, όλα είναι άγνωστα και όλα είναι δυνατά, όχι σαν πιθανά ενδεχόμενα, αλλά σαν δυνατές κατακτήσεις του ολόκληρου, του πληρωματικού. Η εκκλησιαστική πρόκληση συνοψίζεται στη δυνατότητα να ελέγξει ο καθένας εμπειρικά αν, πραγματικά (υπαρκτικά), η σχέση νικάει τη φύση, αν η αγάπη νικάει τον θάνατο.
Οι «πολιτικές κηδείες» γίνονται όλο και πιο συχνό σύμπτωμα, γιατί η μαρτυρία της εκκλησιαστικής εμπειρίας είναι όλο και πιο δυσεύρετη στην ελληνική κοινωνία. Υπάρχει καταιγισμός κηρυγμάτων, έντυπων, ραδιοφωνικών, τηλεοπτικών. Υπάρχουν τέσσερις πανεπιστημιακές Σχολές Θεολογίας, πάμπολλες ιερατικές, υποχρεωτικό μάθημα Θρησκευτικών στα σχολειά. Και όλος αυτός ο ορυμαγδός είναι, κατά κανόνα, μια ευτελέστατη ιδεολογική προπαγάνδα, που ανάλογη δεν επιβιώνει πια σε άλλη έκφανση του κοινωνικού βίου (μόνο στο ΚΚΕ). «Χριστιανική» αλήθεια λογαριάζεται το αυγουστίνειο σκιάχτρο ενός σαδιστή Θεού, που καραδοκεί στον θάνατο να ικανοποιήσει τη «δικαιοσύνη» του: Να επιβάλει βασανισμούς αιώνιους στον ιδεολογικά απείθαρχο «αμαρτωλό». Αυτό ξέρει σαν εκκλησιαστικό «ευαγγέλιο» η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων σήμερα. Οπότε, οι εραστές της ελευθερίας και ζηλωτές της αξιοπρέπειας καταφεύγουν στην «πολιτική κηδεία».
Δεν έχουμε οι Ελληνες στο κοινωνικό προσκήνιο, εκκλησιαστικές παρουσίες να καταθέσουν μαρτυρία της εκκλησιαστικής εμπειρίας. Εχουμε εξωπραγματικές χρυσοστολισμένες φιγούρες με αχυρένιο λόγο θρησκευτικής παιδαριωδίας, σε νοητικό επίπεδο χαμηλότερο και της κομματικής ολιγόνοιας. Αυτό το κενό απηχούν οι «πολιτικές κηδείες». Ομως, ανυποψίαστοι για την πάλη «νοήματος» της ύπαρξης και της συνύπαρξης, δίχως πια την παραμικρή αίσθηση του «ιερού», αίσθηση ότι «λάμπει» αυτό που αγνοούμε και σώζουμε τη συστολή της άγνοιας, χωρίς αυτή την αρματωσιά, πώς να αρνηθούμε τη ζούγκλα για χάρη της κοινωνίας;
Πώς να κάνουμε πολιτική δίχως άξονα αναφοράς της ευθύνης, δίχως κριτήρια αξιολόγησης της ποιότητας; Αν ερχόμαστε από το πουθενά και πηγαίνουμε στο τίποτα, τότε γιατί και ο εφοριακός να μη λαδωθεί, ο γιατρός να μην πάρει φακελάκι, ο τραπεζίτης να μην τοκογλυφήσει, ο υπουργός να μην καταχραστεί, ο κομματάρχης να μην εμπαίξει και απατήσει τους πάντες; Γιατί; Μόνο για την πιστότητα στη σύμβαση, την τήρηση του «κοινωνικού συμβολαίου» – μιλάμε σοβαρά; Εδώ την απειλή βασανιστηρίων αιώνιας κόλασης την ξορκίζουμε με λίγον ορθολογισμό και «πολιτική κηδεία». Θα αντισταθούμε με τη σύμβαση στην ορμέμφυτη ζούγκλα;
Είναι «άθλημα αληθείας» η πολιτική. Δεν συνταιριάζει με την καφρίλα της χρησιμοθηρίας.

Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2011

Μαριάνθη Toυτουντζίδου-


ΚΑΤΕΦΘΑΣΕ Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ ΠΑΝΟΠΛΟΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ‘ΕΧΘΡΟΥ’
Ἀναρτήθηκε στὶς 10 Σεπτεμβρίου 2011 ἀπὸ τὸν/τὴν netherite
 



Quantcast
Κατέφθασε στη ΔΕΘ ο πλέον ανεπιθύμητος πρωθυπουργός της χώρας,των τελευταίων δεκαετιών, μαζί με την επίσης ανεπιθύμητη κουστωδία του.
Γι΄ αυτό έρχεται πάνοπλος,με μια πανέτοιμη πολεμική μηχανή …Ύστερα δε από πολλές επιτυχημένες επιθέσεις του βίαιου στρατού του εναντίον των ιθαγενών,ελπίζει σε μια ακόμη ήττα των αντιπάλων του.
Και φυσικά μη περιμένετε συναισθηματισμούς του τύπου ‘θα αποφευχεί η βία” ή “ αποκλείεται ο εκλεγμένος πρωθυπουργός της χώρας να επιτρέψει τη βία”γιατί αυτά δεν ισχύουν για τους αποστειρωμένους τεχνοκράτες που η φιλοσοφία τους ξεκινά από τα αρρωστημένα μυαλά των Ες-Ες, για να καταλήξει στα νέα μέλη της λέσχης bilderberg.

Έτσι λοιπόν ο βραβευμένος(;) στο εξωτερικό πρωθυπουργός που είχε το μοναδικό σθένος να πάρει το πολιτικό κόστος και να υπηρετεί ξένα συμφέροντα και όχι τα ελληνικά,έρχεται ως στρατηλάτης του λαού που του έδωσε την εξουσία.Και ενώ γνωρίζει εδώ και πολύ καιρό ότι οι ιθαγενείς δεν τον στηρίζουν πια,εκείνος ως “ ηγετική φυσιογνωμία” δεν το βάζει κάτω:θα προτιμήσει να αιματοκυλήσει αυτόν τον τόπο προκειμένου να είναι συνεπής στους   τραπεζίτες φίλους του,στους bilderbergs φίλους του,στους τροικανούς, στα μέλη του ΔΝΤ και σε άλλους, κατά προτίμηση υπηρέτες ασύδοτων και παρασιτικών συμφερόντων.

Πιστός λοιπόν στις αρχές μιας παγκόσμιας διακυβέρνησης που θα σβήσει τις εθνικές ταυτότητες,θα αλλοιώσει έως και θα εξαφανίσει την ιστορία, αν είναι δυνατό και τη γλώσσα υποανάπτυκτων  λαών όπως ο δικός μας,που θα έχει ‘την τύχη’ να κυβερνιέται από μια πανίσχυρη  οικονομικά ολιγαρχία,ο ΓΑΠ δε θα φύγει πριν εκτελέσει το συμβόλαιο παράδοσης της ελληνικής κοινωνίας με τους πλέον ευνοικούς για τους συντρόφους του όρους.Τώρα, γιατί δε μας ρώτησε αν θέλουμε ή όχι την παγκόσμια διακυβέρνηση,αυτό είναι μια άλλη ιστορία…Προφανώς θεώρησε ότι δεν αξίζει να ρωτηθούμε ως υπανάπτυκτοι,όπως και για τον ίδιο λόγο δεν αντιλαμβανόμαστε ότι επιθυμεί να μας σώσει…

Έρχεται λοιπόν ο βασιλεύς Γεώργιος όχι μόνο με το στρατό του αλλά και με ολόκληρο τείχος για να τον προστατέψει από τους βάρβαρους,  που κάτι λένε για εθνική κυριαρχία ,για ψωμί,παιδεία ,ελευθερία, συνθήματα γι΄αγρίους δηλαδή …Θα πρέπει λοιπόν ή να προσκυνήσουν το Γεώργιο το Μέγα,ή να πολεμήσουν με τον πρωτότυπα εξοπλισμένο στρατό του:δακρυγόνα,γκλομπς,σφαίρες πλαστικές,πολεμικές μηχανές νερού κ.α.

Έρχεται βέβαια απαξιωμένος στη συνείδηση του κόσμου,ως ένας ψυχρός εκτελεστής των εντολών των ενεχυροδανειστών μας, χωρίς καμιά επαφή πλέον με τους πολίτες, ανίκανος, που επαίρεται για τη διάλυση των πάντων,ανάλγητος στην απόγνωση που επέφερε,σκληρός και ματαιόδοξος που επιμένει να πνίγει τη λαική εντολή που κάποτε υπέκλεψε, στα δακρυγόνα και στα δηλητηριώδη αέρια…

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
:ΟΒΑΣΙΛΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΓΥΜΝΟΣ
ΑΡΑ ΚΑΙ  ΑΝΑΣΦΑΛΗΣ ΚΑΙ ΕΥΑΛΩΤΟΣ….

Toυτουντζίδου Μαριάνθη (ΣΠΙΘΑ ΒΕΡΟΙΑΣ)

Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

Ιωάννης Ν. Τσιαντής- ΟΛΑ ΤΕΛΙΚΑ ΞΑΝΑΓΥΡΝΑΝ ΣΕ ΜΑΣ...


Τη δεκαετία του `70 τη θυμάμαι σαν χθες. Κυκλοφορούσαν παντού τα Fiat 127, τα  Zastava, και οι μηχανές Floretta. Οι σπορτίφ τύποι είχαν Autobianchi Abarth (με 53  άλογα παρακαλώ), και οι σώφρονες. Austin Morris Allegro! Το σάντουιτς με γύρο κόστιζε 3 δραχμές, με σουτζουκάκι 2, και το λεωφορείο μία δραχμή (με πάσο 50 λεπτά). Αν έδινες εικοσάρικο, ο εισπράκτορας ή ο σουβλατζής σε μάλωνε, διότι δεν είχε. να στο χαλάσει. Τόσο καλά.
Και μετά ήρθε η δεκαετία του 80. Και το ΠΑΣΟΚ. Και γέλασε το χείλι του κάθε πικραμένου. Το δημόσιο άνοιξε τις πόρτες του στον κάθε αναξιοπαθούντα που δήλωνε σοσιαλιστής, η Ελλάδα απέκτησε «ανεξάρτητη» διεθνή φωνή, μια νέα τάξη αναδύθηκε απ` το πουθενά, και οι ρεμούλες έγιναν κανόνας. Η χαρά του αφισοκολλητή. Το βασίλειο της συνδικαλιστικής αυθαιρεσίας.  Όπως και της φτηνής ρητορικής. «Έξω οι βάσεις του θανάτου», «Ζήτω η Λιβύη», μελετήστε το «πράσινο βιβλίο» του Καντάφι, και άλλα πολλά παρόμοια. Ώσπου  ήρθε το τέλος. Τα αναπόφευκτα σκάνδαλα οδήγησαν σε ειδικά δικαστήρια, ψευδεπίγραφους κήνσορες, και στο «Τσοβόλα δώστα όλα», και από κει πάνε κι`άλλοι. 
Και σκάει μύτη ο Μητσοτάκης με τον Μαυρίκη και τον Σωκρατάκια που έλεγε και ο μακαρίτης ο Κίτσος και μπρρρ.. 
Τη δεκαετία του `90 που ακολούθησε, τα κεφάλια μπήκαν κάπως μέσα, αλλά τότε ήταν που ανδρώθηκαν τα πραγματικά λαμόγια. Τα σκυλάδικα γνώρισαν πιένες. Η Λιάνη ήταν απλά η κορυφή του παγόβουνου. Πίσω της υπήρχε μια ολόκληρη συνομοταξία πεινασμένων και συνάμα αγριεμένων ασύδοτων. Με το χαμόγελο της Κολυνός. «Σοσιαλιστικά» βαμπίρ. Μαζεύοντας όμως γύρω τους και τη πλέμπα. Και έτσι είδαμε το μοναδικό φαινόμενο, η κάθε γειτονιά να έχει και από μια ΕΛΔΕ, όπως κάποτε είχε από μια ντισκοτέκ. Χαμός στο ίσιωμα. Κόσμος και κοσμάκης καταχρεώθηκε για να μπορεί να γίνει «παίκτης». Χα και πάλι χα. Κάποιοι όμως ανησυχούσαν από τότε. Είχαν υπόψη τους τη λευκή βίβλο της ΕΟΚ, που ελάχιστη της δόθηκε δημοσιότητα.
Και μετά ήρθε το ευρώ. Στην αρχή χαρήκαμε, καθότι αισθανθήκαμε Ευρωπαίοι. Το χρόνιο όνειρο της ψωροκώσταινας. Μέχρι που συνειδητοποιήσαμε πως το ευρώ, που είχε κλειδώσει στις 340 δραχμές, ισοδυναμούσε με το παλιό κατοστάρικο. Κάποτε αγοράζαμε το φραπέ 140 δραχμές και σκοτωνόμασταν  με τον σερβιτόρο για τα ρέστα από τις 150. Τώρα έφτασε το φραπέ στα 5 ευρώ και αισθανόμαστε γύφτοι αν δεν αφήσουμε 1 Ε πουρμπουάρ (340 δραχμές παρακαλώ).
Παρόλα αυτά, λίγο τα ευρωπαϊκά πακέτα, λίγο η Ολυμπιάδα, λίγο η τραπεζική απελευθέρωση  της δανειοδότησης, λίγο η στρεβλή ανάπτυξη, λίγο η καρακατσουλίστικη τιβί μας, και γίναμε όλοι μπρούκληδες. Πήξαμε να βλέπουμε BMW και Μερτσέντες αγορασμένες  με 136 άτοκες(!) δόσεις. Γεμίσαμε από χάϊδες τυπάδες και αισθησιακές μοντέλες  (όλες ξανθιές) γκλαμουράτες. Εκεί που κάποτε βλέπαμε μόνο μουσάτους αγωνιστές, και αξύριστες κνίτισες, γεμίσαμε από τεκνά και σεξοβόμβες.  50 τηλεοπτικά κανάλια η Νέα Υόρκη; 150 εμείς. Home Cinemas, Pentium, Playstation, lap tops, flat screen 42 inch HD TV's,  και πάει λέγοντας. Όχι παίζουμε. Και νάσου Ολυμπιάδα σούπερ φαντεζί, και νάσου ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, και πίσω και σας φάγαμε κουφάλες λιγούρηδες Ευρωπαίοι. Ελλάδα ρε..
Ναι, αλλά ήρθε πλέον και η ώρα του λογαριασμού. Με π..ς αυγά δεν βάφονται. Η αιώνια σοφία του απλού λαού επαληθεύτηκε για μια ακόμη φορά. Όλα ήταν σικέ. Τεράστιο το έλλειμμα, τεράστιο το δημόσιο χρέος, και πάπαλα οι ντεμέκ σωτήρες πολιτικοί μας. Ανθρωπάκια και αυτοί, που ψάχνουν να κάνουν τη καλή τους με καμιά γρηγοράδα. Και μετά μην τους είδατε, μην τους απαντήσατε. Πάντα φταίνε οι προηγούμενοι. Και νάμαστε ξανά μανά, εσείς και εγώ, οι μέσοι Έλληνες δηλαδή, ενώπιοι ενωπίω του ΔΝΤ και του κάθε Τρισέ. Της σκληρής πραγματικότητας. Και ξαφνικά έντρομοι συνειδητοποιούμε, πως τελικά οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι δεν μας πολυσυμπαθούν. Ήταν όλα μια αυταπάτη. Τους αρέσουν τα τζατζίκια και οι παραλίες μας,  αλλά πέραν τούτων .. τίποτα. Μας απεχθάνονται και μας θεωρούν τσαμπατζήδες και απατεώνες. Και ο κύκλος κλείνει.
Μας βλέπω ξανά με λαχανί  Zastava και πειραγμένα Lada (με 6 προβολείς ομίχλης) να κάνουμε κόντρες στις παραλιακές. Αν φυσικά υπάρχουν χρήματα για βενζίνη. Αλλιώς υπάρχουν και τα παπάκια (με φωσφοριζέ ζάντες) για τα τρελά γούστα.
Το ride είναι over, που λένε και οι Αμερικάνοι σύμμαχοί μας. Το ελληνικό λούνα παρκ τελείωσε. Εκτροχιάστηκε, όπως  στις ταινίες με το δαιμονισμένο  τρενάκι του τρόμου. Ήταν όμως εντυπωσιακό όσο κράτησε. Και όσοι το πρόλαβαν το απόλαυσαν. Οι υπόλοιποι ας πρόσεχαν. Γεννήθηκαν αργά.

 ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ ΣΑΣ

Τρίτη 9 Αυγούστου 2011

Χρήστος Γιανναράς-Xαμένη η δυναμική της διαφοράς


Posted: 07 Aug 2011 09:23 PM PDT
Tο κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα, όπως δεν έχει και το προλεταριάτο (καταπώς το όριζε ο Mαρξ). Kεφάλαιο και προλεταριάτο είναι έννοιες περιληπτικές συμφερόντων. Aνταγωνιζόμενων συμφερόντων, που γεννάνε «τάξεις» και «πάλη των τάξεων». Δεν έχουν πατρίδα, γιατί αποκλείουν εξ ορισμού την έννοια, την πραγματικότητα και τον στόχο της «κοινωνίας». Aγνοούν τόσο την «κοινωνίαν της χρείας» όσο και την «κοινωνία του αληθούς» – την κοινή πάλη για «νόημα» της ύπαρξης και της συνύπαρξης.
Kεφάλαιο και προλεταριάτο είναι έννοιες περιληπτικές συμφερόντων, και φορείς των συμφερόντων είναι άτομα – αδιαφοροποίητες μονάδες συλλογικής ομοείδειας. Eχουν απρόσωπο χαρακτήρα, και το Kεφάλαιο και το προλεταριάτο, χαρακτήρα διεθνικό, η διαπάλη τους δεν γνωρίζει σύνορα και πατρίδες. Aφορούν και τα δύο στην απρόσωπη φύση του ανθρώπου, στις ενστικτώδεις ορμές της φυσικής ομοείδειας (αυτοσυντήρηση, κυριαρχία, ηδονή). Aγνοούν το άθλημα ελευθερίας από τις αναγκαιότητες της φύσης, άθλημα που συγκροτεί το κοινωνικό γεγονός, τον ανθρώπινο πολιτισμό.
O Oικονομικός Φιλελευθερισμός και ο Mαρξισμός είναι οι εξωραϊσμένες θεωρητικές καταφάσεις (επομένως και μήτρες διαμόρφωσης) των οργανωμένων συμφερόντων του διεθνικού Kεφαλαίου και του διεθνικού προλεταριάτου, αντίστοιχα. Tυπικά προϊόντα, και οι δύο θεωρίες, της φιλοσοφίας του Διαφωτισμού, δηλαδή της ατομοκρατίας και της φυσιοκρατίας. Oργανική μετεξέλιξη η ατομοκρατία και η φυσιοκρατία του θρησκευτικού (νομικού, μοραλιστικού) ατομοκεντρισμού της μεσαιωνικής Δύσης, μαζί και ανταρσία για την αποτίναξη του ζυγού της μετα-φυσικής απολυταρχίας.
Kαπιταλισμός και Mαρξισμός, έκγονα του ατομοκεντρισμού και της φυσιοκρατίας, παρήγαγαν, με διαλεκτική αντιστοιχία κορυφωμάτων απανθρωπία, έναν πρωτοφανή για την ανθρωπότητα διεθνικό τρόπο βίου, με εκπληκτικά επιτεύγματα διευκολύνσεων και ηδονικών απολαύσεων του ατόμου. Tρόπο του βίου καταγωγικά και ριζικά αντι-κοινωνικό και α-πολιτικό, τουλάχιστον με την πρώτη, την ελληνική σημασία της «κοινωνίας» και της «πολιτικής». Θεμελιωμένος αυτός ο τρόπος στην απόλυτη προτεραιότητα θωράκισης του απρόσωπου ατόμου (με ατομικές δικαιωματικές «ελευθερίες» ή με κεντρικά κατευθυνόμενες παροχές «γενικής ευτυχίας») καταχρηστικά ονομάζεται «πολιτισμός». Πρόσφερε σε μικρή μερίδα του πληθυσμού της γης συνθήκες απίστευτης ευημερίας και στη μεγάλη πλειονότητα φριχτή στέρηση, βασανισμό, εξαθλίωση.
Oμως, όπως και αν τον κρίνουμε, ο «πολιτισμός» της νεωτερικότητας τελειώνει, είναι ολοφάνερο. Πριν από είκοσι δύο χρόνια (1989) κατέρρευσαν τα καθεστώτα που φιλοδόξησαν να σαρκώσουν τον Mαρξισμό, σήμερα ο Mαρξισμός ενδιαφέρει μόνο την ιστορία των ιδεών ή και την ερμηνευτική των συνθηκών της οικονομίας στον 19ο αιώνα. Φυσικά και υπάρχουν ακόμα υπολείμματα φανατισμένων παρωπιδοφόρων οπαδών – εδώ συντηρούνται ώς σήμερα φανατικοί του Παλαιού Hμερολογίου χωρίς τις προνομίες δημοσιότητας, εξουσιαστικής ισχύος εκβιασμών και χρυσοπληρωμένης μετοχής στο κοινοβούλιο που απολαμβάνουν οι μαρξιστές.
Πολύ πρόσφατα, κάποια ραγδαία συμπτώματα δίνουν την αίσθηση τριγμών κατάρρευσης και του πανίσχυρου συστήματος της «ελεύθερης αγοράς». Πώς όμως μπορεί να καταρρεύσει ένας «πολιτισμός», κοινός «τρόπος» του βίου καλά εμπεδωμένος με κυρίαρχες θεσμικές θωρακίσεις; Mα, προφανώς, όταν πάψει να ανταποκρίνεται στις βασικές ανθρώπινες ανάγκες, ακόμα και στις ανάγκες των ευνοημένων του συγκεκριμένου «τρόπου». O Oικονομικός Φιλελευθερισμός αυτονόμησε την οικονομία, την αποσύνδεσε από την κοινωνία, από την εξυπηρέτηση των συλλογικών και των ατομικών αναγκών, κατέστησε κάθε πτυχή λειτουργίας της οικονομίας πεδίο «ελεύθερου» ιδωτικού παιγνίου – τζόγου. Eφτασε το ιδιωτικό παίγνιο να καταργεί (και να εξευτελίζει) ακόμα και την πολιτική εξουσία: ιδιωτικοί «οίκοι αξιολόγησης» συντρίβουν κρατικές οικονομίες, ρίχνουν κυβερνήσεις, χρίουν σαν πρωθυπουργούς μικρόνοες αχυρανθρώπους.
Πριν από δέκα ή και περισσότερα χρόνια, ένας Φλαμανδός, υποδιευθυντής του γραφείου που είχε ιδρύσει ο Nτελόρ για τη μελέτη των προοπτικών της E. E. (Cellule de Prospective), ο Mαρκ Λόικ, είχε πει σε Eλληνες συνομιλητές του: «Eχετε ένα μεγάλο πλεονέκτημα οι Eλληνες: δεν κατορθώσατε να προσλάβετε τη νεωτερικότητα, αντιστάθηκε άθελά του ο οργανισμός σας. Σήμερα (πριν από δέκα τόσα χρόνια) που οι ευφυέστεροι από τους Eυρωπαίους προσπαθούν να πηδήξουν από το τρένο της νεωτερικότητας για να σωθούν από τον συντελεσμένο εκτροχιασμό, εσείς έχετε προϋποθέσεις να πρωτοπορήσετε στη μετα-νεωτερικότητα. Δεν το καταλαβαίνετε, και προσπαθείτε ακόμα τώρα, καταϊδρωμένοι, να σκαρφαλώσετε στο καταδικασμένο τρένο».
Aς υπήρχε ένας, έστω ένας και μόνος Eλληνας πολιτικός που να καταλαβαίνει αυτά τα λόγια και να έχει την ικανότητα να βγάλει τις συνέπειες. Tο διαχρονικό, νοηματικό και βιωματικό, περιεχόμενο των ελληνικών λέξεων «κοινωνία», «πολιτική», «οικονομία» θα μπορούσε να γίνει εφαλτήριο για τον σχεδιασμό πρωτοπορίας στη μετα-νεωτερικότητα. Aλλά τα περιθώρια έχουν μάλλον εξαντληθεί, Eλλάδα πια δεν υπάρχει ως πολιτιστική οντότητα. Eχει χαθεί, στον δημόσιο βίο και στους θεσμούς, η συνείδηση της διαφοράς: ότι Eλλάδα και Δύση είναι δύο ασύμπτωτοι «τρόποι» του βίου, και η νεωτερικότητα «πολιτισμός» με αντεστραμμένους τους ελληνικούς όρους.
Σε αυτό το αναποδογύρισμα των όρων η μεταπρακτική ελλαδική κοινωνία έδωσε πιστοποιητικά γνησιότητας, ελληνικής ιθαγένειας: Tην πλαστογράφηση και καπήλευση της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς που θρασύτατα αποτόλμησε η μεταρωμαϊκή (βαρβαρική) Δύση, τη νομιμοποίησε η νεοελληνική ξιπασιά. Συντάχθηκε η ξιπασιά και με την κατασυκοφάντηση της ελληνορωμαϊκής «οικουμένης», αποδέχθηκε και την ψευδωνυμία «Bυζάντιο». Πίστεψαν οι μπροστάρηδες του επαρχιώτικου ελλαδισμού ότι επίγνωση της διαφοράς από την παγκοσμιοποιημένη Δύση θα σήμαινε υποχρεωτικά και αντίθεση, ρήξη – ότι το παράδειγμα του Iσλάμ είναι μονόδρομος. Aγνοούσαν οι αμαθείς ότι στην ελληνική παράδοση η συνείδηση της διαφοράς είναι πρόκληση δημιουργικών προσλήψεων, ανακαινιστικής πρωτοπορίας.
Aλλά μια τέτοια μετάνοια θα ήθελε πολλές δεκαετίες ρεαλιστικών πολιτικών εφαρμογών για να καρπίσει ανάκαμψη.
 

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2011

Χρῆστος Γιανναρᾶς -Τα τρία σημάδια παλιγγενεσίας

Τα τρία σημάδια παλιγγενεσίας

Ημερομηνία δημοσίευσης: 31 Ιουλίου 2011

Aμέσως μετά τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο, τη γερμανική κατοχή, τον λιμό της κατοχής και την πολυαίμακτη κομμουνιστική ανταρσία, οι πρώτοι «τουρίστες» που έφτασαν μαζικά στη συφοριασμένη Ελλάδα ήταν Ελληνοαμερικανοί. Ερχονταν να ξαναβρούν όσους συγγενείς επέζησαν, να μετρήσουν νεκρούς, να κομίσουν όποια ιδιωτική βοήθεια ήταν μπορετό, κυρίως σε ρουχισμό.
Πρέπει αυτές οι επισκέψεις να έγιναν αισθητές στην ελλαδική κοινωνία, ήταν εκτεταμένο φαινόμενο. Ο Ελληνοαμερικανός συγγενής αποτέλεσε αξιοπερίεργη παρουσία, σχολιάστηκε, κρίθηκε, ταξινομήθηκε: Η αμερικανίζουσα προφορά των ελληνικών, η διάνθισή τους με ελληνοποιημένες αμερικάνικες λέξεις, οι περίεργες αμφιέσεις, οι συνεχείς συγκρίσεις του αμερικανικού με τον ελληνικό τρόπο του βίου, μαζί και μια αφέλεια εμπιστοσύνης τις ανθρώπινες σχέσεις (σε αντίθεση με την οξυμμένη πάντοτε καχυποψία των Ελλαδιτών), όλα αυτά μαζί, συγκροτούσαν τον τύπο που χαρακτηρίστηκε σκωπτικά: ο «μπρούκλης» (προφανώς από τον κάτοικο του Brooklyn) ή «το αμερικανάκι».
Η ελλαδική κοινωνία έβγαινε τότε από μια συντελεσμένη καταστροφή, η χώρα ήταν ερειπωμένη, πάρα πολλά χωριά εγκαταλελειμμένα, στέρηση και φτώχεια απροσμέτρητη, η ανασφάλεια κυρίαρχο αίσθημα. Κι όμως ο Ελλαδίτης έβλεπε τον φανταχτερό σε όλα του «μπρούκλη» με συμπάθεια αλλά αφ’ υψηλού. Δεν παραδόθηκε με κεχηνότα θαυμασμό στο «μοδέρνο» και στο φανταχτερό, στάθηκε όχι απλώς κριτικά, αλλά και με σκώμμα, που σημαίνει: με κάποια συναίσθηση υπεροχής.
Ειρωνεύτηκαν και σατίρισαν οι Ελλαδίτες την αισθητική των Ελληνοαμερικανών και τη γλωσσική τους υποβάθμιση. Δεν μπορούσαν, τότε, να μην περιγελάσουν (διακριτικά ή εκ των υστέρων) το θέαμα ενήλικου άνδρα με πολύχρωμα σορτς και λουλουδάτο πουκαμισάκι ή της ώριμης γυναίκας με ξέχειλα από μαραμένες σάρκες εξώπλατα φορέματα και πελώρια ντεκολτέ. «Σνόμπαρε» αυτή την ανεμελιά για την αισθητική ο Ελλαδίτης, όπως τη σνομπάρει πάντοτε κάθε καλλιεργημένος άνθρωπος, που ξέρει να ξεχωρίζει το τι του ταιριάζει από το τι ομοιότροπα επιβάλλει η μόδα. Καθόλου τυχαία ο αισθητικός εκβαρβαρισμός της αμφίεσσης στις ΗΠΑ συμβαδίζει με τα τεράστια ποσοστά παχυσαρκίας του πληθυσμού και τα ανάλογα ποσοστά των «λειτουργικώς αναλφαβήτων».
Λειτούργησε επίσης τότε, ως αφορμή αφ’ υψηλού θεώρησης των «μπρούκληδων», η κακή γλωσσική τους εκφραστική: γελούσαν οι Ελλαδίτες με τα γραμματικά και συντακτικά λάθη στη γλώσσα τους. Καταστραμμένοι, ρημαγμένοι, ζώντας με μεγάλες στερήσεις, επέμεναν να αξιολογούν τους ανθρώπους από τη γλώσσα που μιλούσαν, όχι από τα λεφτά τους, όχι από τις χρυσές καδένες. Ο Μποστ, ιδιοφυής σκιτσογράφος, κατάκτησε την ελλαδική κοινωνία ποντάροντας ακριβώς στη γραμματική και συντακτική ευαισθησία (και κατάρτιση) των Ελλήνων – σήμερα κανένας δεν θα γελούσε με το καυστικό του χιούμορ, αφού το στραπατσάρισμα της γλώσσας που χαρακτήριζε άλλοτε τους απαίδευτους και τους ολιγόνοες είναι σήμερα γνώρισμα υπουργών και πρωθυπουργών.
Είναι συναρπαστικό να μελετήσει κανείς την παραλληλία γλωσσικής ευαισθησίας (ακόμα και άσχετης από σχολική φοίτηση και σπουδές) με τις αισθητικές απαιτήσεις στην ένδυση, σε προγενέστερα χρόνια. Να μελετήσει κυρίως το πώς προσέλαβαν το δυτικό ένδυμα οι Ελληνες στο ελλαδικό κράτος και πώς οι Ελληνες οι εκτός ελλαδικού κράτους. Γιατί κάποτε η Ελληνίδα της Αλεξάνδρειας, της Σμύρνης, της Οδησσού, της Τραπεζούντας φορούσε τη μακριά τουαλέτα με την τέλεια άνεση της οποιασδήποτε Ευρωπαίας, ενώ η Ελλαδίτισσα που πρωτόβαλε τέτοιο φόρεμα στο Μπρούκλιν ή στο Σικάγο έμοιαζε αμέσως να μιμείται κάτι ξένο και γι’ αυτό να μοιάζει κωμική. Το ίδιο και ο άντρας με το φράκο ή το σμόκιν.
Το μυστικό πρέπει να ήταν ότι οι Ελληνες οι εκτός ελλαδικού κράτους ένιωθαν περήφανοι για την ελληνικότητά τους, ζούσαν την ελληνικότητα ως πολιτισμική υπεροχή, ως ποιότητα ζωής. Με αυτή τη βιωματική σιγουριά είχαν την αυτονόητη άνεση να προσλαμβάνουν οτιδήποτε καινούργιο που το εύρισκαν ταιριαχτό με τα γούστα τους, να το αφομοιώνουν στον «αέρα» της ευγενικής τους καταγωγής. Αυτή τη στάση πρέπει να υπονοούσε ο Γιάννης Τσαρούχης όταν έλεγε: «Για να είσαι κοσμοπολίτης, πρέπει πρώτα να είσαι Ελληνας».
Η επίσημη ιδεολογία του «εθνικού» κράτους (τόσο στην εκπαίδευση όσο και στην πολιτική πρακτική – στη συγκρότηση των θεσμών και στη λειτουργία τους) ήταν πάντοτε στους αντίποδες της κοσμοπολίτικης αρχοντιάς: Το κράτος προϋπέθετε την Ελλάδα βαλκανική επαρχία της Ευρώπης, που για να εκπολιτιστεί και εκσυγχρονιστεί, όφειλε να μιμηθεί (όχι να προσλάβει) τη Δύση. «Πρόοδος» ήταν η αντιγραφή, ο πιθηκισμός από μειονεξία ή ξιπασιά, που καθηλώνει στον ρόλο του ουραγού, στο ρίσκο της παρωδίας, της καρικατούρας – τον «μπρούκλη» τον γέννησε το ελλαδικό κράτος, όχι η αμερικανική κοινωνία.
Το κακοφορεμένο φράκο συνοδεύτηκε στην κρατική Ελλάδα από δάνειες αντιλήψεις για τη γλώσσα (κοραϊκή «καθαρεύουσα» και ψυχαρική «δημοτική») και από επαχθή δάνεια χρηματικά που κράτησαν τους Ελλαδίτες πάντοτε υποτελείς των «φίλων» και «συμμάχων» τους Ευρωπαίων. Τι σύμπτωση, που ο εκπασοκισμός της ελλαδικής κοινωνίας, τα τελευταία τριάντα επτά χρόνια, αναζωπύρωσε εντυπωσιακά το ίδιο τριπλό σύμπτωμα: Κατάστρεψε, σε βαθμό αναπηρίας, τη νεοελληνική γλώσσα και έκφραση. Προπαγάνδισε την «ανεμελιά» στην αμφίεση βυθίζοντας μεγάλες πληθυσμικές ομάδες σε ενδυματολογική ακαλαισθησία, την πιο επιδεικτική που γνώρισε ποτέ αυτός ο τόπος. Και καταδίκασε το κράτος σε ανήκεστη οικονομική υποτέλεια, για το υπόλοιπο του αιώνα, λόγω εξωφρενικού δανεισμού με τους πιο ταπεινωτικούς όρους.
Συμπέρασμα: Αν υπάρξει ποτέ πολιτική παράταξη με συνεπή και προγραμματικό αντι-πασοκισμό, θα το αντιληφθούμε από τρία σημάδια: Θα έχει πρώτη προτεραιότητα, τη γλώσσα. Η εξωτερική εμφάνιση των μπροστάρηδων θα απηχεί την αρχοντιά της ελληνικής λαϊκής παράδοσης, αυτήν που μεταγγίζεται με το γάλα της μάνας. Και τρίτο, θα συνεγείρει τους Ελληνες σε αγώνα απεξάρτησης από τον πατριδοκτόνο δανεισμό.
Αυτά τα τρία.