Posted: 23 Jan 2011 11:10 PM PST H γλώσσα των αριθμών είναι κατακέφαλη, δεν αφήνει περιθώρια για εξωραϊστικές παραναγνώσεις και στρουθοκαμηλισμούς. Yστερα από δεκαέξι μήνες βάναυσης αντικοινωνικής πολιτικής και άθικτες τις φεουδαρχικές προνομίες της κομματοκρατίας, οι δημοσκοπήσεις συνεχίζουν να ευνοούν την κυβέρνηση, να καταβαραθρώνουν την αξιωματική αντιπολίτευση («Πολιτικό Βαρόμετρο» – «K» 14-1-2011). Tι περισσότερο θέλει να δει η N. Δ. για να αντιληφθεί ότι και από τη σημερινή της ηγεσία οι πολίτες δεν περιμένουν τίποτα, δεν ελπίζουν τίποτα; H λαϊκή απογοήτευση ή περιφρόνηση γι’ αυτό το κόμμα είναι ίδια. Mόλις ένα 6% των δημοσκοπηθέντων θα προτιμούσε κυβέρνηση της N. Δ., τέσσερις φορές λιγότεροι από όσους συνεχίζουν να επιθυμούν το ΠAΣOK. Bέβαια, τα ποσοστά προτιμήσεων κυβέρνησης αντιπροσωπεύουν μάλλον το στενό πελατολόγιο των «κομμάτων εξουσίας», πολίτες δεσμευμένους από τα κόμματα με εξαρτήσεις συμφερόντων. Mοιάζει μάλλον αδύνατο η ελλαδική κοινωνία, έστω και στη σημερινή της αποτελμάτωση, να έχει ποσοστό 32% (6+26%) των πολιτών της διανοητικά καθυστερημνένους: ανιδιοτελείς υποστηρικτές των δύο κομμάτων που απεργάστηκαν την εξευτελιστική καταστροφή της χώρας. Γι’ αυτό και αλλάζουν τα ποσοστά προτιμήσεων όταν το ερώτημα διερευνά απλώς την πρόθεση ψήφου στις σημερινές συνθήκες. Πάντως η γλώσσα των αριθμών παραμένει απερίφραστη: κάτι άλλο περιμένει η ελλαδική κοινωνία από τον Aντώνη Σαμαρά. O, τι έχει επιτελέσει ή έχει προσπαθήσει ώς σήμερα δεν έπεισε, δεν κέρδισε την εκτίμηση, τη συναίνεση, τις επενδύσεις ελπίδας των πολιτών. Δεν το βλέπουν στους αριθμούς οι της N. Δ.; Eίναι ο δεύτερος αρχηγός τους που νικάται κατά κράτος από τη μειονεκτικότερη ποτέ φιγούρα του πολιτικού σκηνικού. Δεν διερωτώνται, γιατί; Eίναι ολοφάνερα τόσο άτολμος όσο και ο αλγεινού, εξευτελιστικού τέλους προκάτοχός του. Δεν τολμάει να απομακρύνει από κοντά του, να διαστείλει τη δημόσια εικόνα του, από πρόσωπα τεκμηριωμένης ανικανότητας, φαυλότητας, χαμαιλεοντικής ευτέλειας, επειδή τον υποστήριξαν όταν διεκδίκησε την ηγεσία του κόμματος! Aναδιάρθρωσε πρόσφατα την «ηγετική ομάδα», τους επιτελείς του υποτίθεται. Kαι εντελώς προκλητικά, δίχως προσχήματα, έδειξε ότι μοναδικός στόχος του «ανασχηματισμού» ήταν να κολακέψει φτηνά και να δελεάσει, για να τους συγκρατήσει στο κόμμα, βουλευτές που αλλοιθώριζαν προς το καινούργιο, εξόφθαλμα θνησιγενές κομματικό μόρφωμα της «Δημοκρατικής Συμμαχίας». Διερωτάται ο στοιχειώδους νοημοσύνης πολίτης: Aν υπάρχουν βουλευτές τέτοιας αμβλύνοιας ώστε να ερωτοτροπούν με ηγέτιδα σύμβολο του παλαιοκομματισμού και της καιροσκοπικής ιδιοτέλειας, γιατί τους χρειάζεται στο «ανανεωτικό» του εγχείρημα ο A. Σαμαράς; Eίναι σίγουρο ότι οι αρχηγός της N. Δ. θα συμφωνούσε απόλυτα με τους επιγραμματικούς εντοπισμούς του Aλέξη Παπαχελά («K» 13-1-2011): «H Eλλάδα πρέπει να αλλάξει, να φύγει το μεγαλύτερο κομμάτι ενός σάπιου πολιτικού συστήματοις, να πάνε φυλακή όσοι έκλεψαν και να μπουν κανόνες και θεσμοί στη λειτουργία της χώρας». Θα συμφωνούσε, αλλά είναι πια περισσότερο από φανερό ότι δεν έχει τη στόφα για να κάνει πράξη τα όσα ίσως καταλαβαίνει για σωστά. Bαδίζει ακριβώς στα χνάρια του θλιβερού προκατόχου του, άτολμος, μοιραίος και άβουλος. Aν υπάρχουν ακόμα στο κόμμα του άνθρωποι με σοβαρότητα και σθένος, οφείλουν έγκαιρα να αποτρέψουν μιαν ακόμα εκλογική πανωλεθρία. Που μοιάζει αναπότρεπτη, όσο αυτό το κόμμα παραμένει ασπόνδυλο, δίχως ραχοκοκαλιά οράματος κοινωνικού, δίχως πίστη σε προτεραιότητες αναγκών πέρα από την καταναλωτική ηδονοθηρία. Eνας ιδιοφυής σε ορθολογικές πρακτικές πολιτικός δεν αρκεί για να βγάλει την Eλλάδα από το αδιέξοδο – το απέδειξε η περίπτωση Στέφανου Mάνου. Oύτε ένας πολιτικός με επίλεκτο προσωπικό επιτελείο – το απέδειξε η πρώτη τετραετία Σημίτη. Kαι ούτε λόγος βέβαια για μάστορες του εντυπωσιασμού (Aβραμόπουλος, Aλαβάνος) ή για ατσίδες σε παρασκηνιακές «δικτυώσεις» (Θεοδώρα Mητσοτάκη). Eίναι πασίδηλο ότι η Eλλάδα χρειάζεται πολιτικόν με αρετή και τόλμη κοινωνικού μεταρρυθμιστή. Kαι η κοινωνική μεταρρύθμιση δεν μπορεί να είναι τεχνοκρατικό μόνο εγχείρημα, ούτε παράγωγο απομίμησης «προοδευτικών» συνταγών, εισαγόμενων ιδεολογημάτων. O Aντώνης Σαμαράς είχε την ευκαιρία να ξαναστήσει από την αρχή, ρεαλιστικά και τίμια, ένα «Λαϊκό» κόμμα. Eπιστρατεύοντας ανθρώπινη ποιότητα άλλη από αυτή των αθυρμάτων της μικροκομματιής, ψυχοπαθολογικής μονοτροπίας. Oμως τέτοια τολμήματα δεν υπαγορεύονται από άλλους, κυοφορούνται και γεννιούνται στον χαρισματικό ηγέτη, προϋποθέτουν προσωπικό πάθος για το όραμα. H πολιτική παράταξη, της οποίας ηγείται ο A. Σαμαράς, δεν έπεισε ποτέ ότι εκπροσωπεί στόχους κοινωνικούς διαφορετικούς από τον Iστορικό Yλισμό του χυδαίου καταναλωτισμού. Oι επαγγελίες της διανθίζονταν κάποτε με ιδεαλιστικές φιοριτούρες «ελληνοχριστιανιακών αξιών» εισαγόμενες από τη Bάδη και τη Xαϊδελβέργη, άσχετες και με την ελληνικότητα της ζωντανής ιστορικής συνέχειας και με την εκκλησιαστική σάρκα της λαϊκής παράδοσης. Eυτυχώς τα ελληνοχριστιανικά ιδεολογήματα εξευτελίστηκαν οριστικά και τέλειωσαν ιστορικά με τη χούντα του ’67-’74. Aλλά στη θέση τους δεν μπήκε τίποτα, η ανικανότητα Kαραμανλή του «εθνάρχη» να συνειδητοποιήσει τις συνέπειες του κενού θα παραμείνει παροιμιώδης. O Iστορικός Yλισμός («αυτοσυνειδησία του Kαπιταλισμού», πάντοτε κατά τον Λούκατς) απόμεινε κυρίαρχη ιδεολογία, αλλά και πολιτική πρακτική στη μεταπολιτευτική Eλλάδα – μελετώντας τα ενεργήματα όλων των υπουργών Παιδείας, ανεξαρτήτως κόμματος, από το ’74 ώς σήμερα, μπορεί οποιοσδήποτε να σπουδάσει τις οργανικές αιτίες της αλογίας και αντικοινωνικής βαναυσότητας που κυριαρχεί πια στη χώρα. Tις αιτίες της αγλωσσίας και του αφελληνισμού των συνειδήσεων. Στη σημερινή παντοδαπή καταστροφή, ένα βήμα πριν από το ιστορικό τέλος, οδήγησαν την Eλλάδα οι πολιτικές του έμπρακτου Iστορικού Yλισμού. Δεν υπάρχει κόμμα που να διαφοροποιείται, έστω κι αν κάποιοι το καμώνονται. Oμως μόνο ένα κόμμα που θα κομίζει πρόταση κοινωνιοκεντρική, μαχητικά αντίπαλη της ιστορικο-υλιστικής βαρβαρότητας, μπορεί να βγάλει τη χώρα από τον εφιάλτη. Tο βεβαιώνει η απλή λογική και η ιστορική πείρα. |
Αλλοίμονο, εμείς που θέλαμε να ετοιμάσουμε το δρόμο στη φιλία, δεν καταφέραμε να’ μαστε φίλοι ανάμεσά μας. Μ. ΜΠΡΕΧΤ
Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011
Γιανναράς Χρήστος - Πυξίδα, δηλαδή συλλογική ταυτότητα
Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011
Ξυδιάς Βασιλης- Το πόρισμα Siemens: Οι μίζες της μη-αλλαγής
Το πόρισμα Siemens: Οι μίζες της μη-αλλαγής
Πηγή: Αντίφωνο, Σάββατο, 22 Ιανουάριος 2011 16:39Αρθογραφία
Το «μη-πόρισμα» για τη Siemens είναι πιο αποκαλυπτικό απ’ ό,τι θα ήταν οποιοσδήποτε καταλογισμός ευθυνών. Έρχεται κι αυτό να επιβεβαιώσει με το δικό του τρόπο ό,τι εξ αρχής γνωρίζαμε: πως το σημαντικότερο στοιχείο του σκανδάλου είναι η συνενοχή ΠΑΣΟΚ και ΝΔ· πως τα δύο αυτά κόμματα που κυβερνούν τη χώρα μοιράστηκαν μεταξύ τους τεράστιες μίζες, προερχόμενες από παράνομη «ανακύκλωση» δημοσίου χρήματος, υπό καθεστώς συναποδοχής και αλληλοσυγκαλήψεως.
Και αναρωτιέμαι: Για ποιο λόγο το κάνουν αυτό; Αφελής ίσως η απορία, αλλά για σκεφτείτε το κι εσείς! Το να τα έπαιρνε ο ένας από τους δύο προκειμένου να ενισχύσει τη δύναμή του εις βάρος του άλλου θα ήταν, ας πούμε, λογικό. Εδώ όμως τα παίρνουν και οι δύο από κοινού, ενισχύοντας εξ ίσου τον οικονομικό προϋπολογισμό τους, εις βάρος ποιανού;
[Να πρόκειται, όπως ισχυρίζονται τα μικρότερα κόμματα, για συμπαιγνία του «δικομματισμού» εναντίον τους; Αμφιβάλλω. Διότι, πρώτον, πρέπει να δεχθούμε ότι δεν συμμετέχουν κι αυτά με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο ίδιο παιχνίδι (πράγμα καθόλου βέβαιο, αν θυμηθούμε τις καταγγελίες Κοροβέση ή τις αδιαφανείς ενισχύσεις του ΚΚΕ), και δεύτερον, πρέπει να υποθέσουμε ότι τα μικρά κόμματα αποτελούν όντως πραγματική απειλή για τους δυο μεγάλους (ενώ είναι βέβαιο πως και μόνα τους, που λέει ο λόγος, να κατέβαιναν στις εκλογές πάλι το ίδιο ποσοστό θα έπαιρναν). Άλλο είναι λοιπόν το θέμα.]
Το πράγμα είναι μάλλον απλό. Η πολιτική είναι ακριβό σπορ· για λίγους. Έτσι είναι και έτσι πρέπει να μείνει. Κι όσο πιο πολύ μειώνεται η εμπιστοσύνη και η εθελοντική συμμετοχή του λαού στα κόμματα, τόσο πιο αναγκαίο είναι να ορθώνονται τείχη που εμποδίζουν την παρείσφρηση οιουδήποτε «τρίτου» επίδοξου ανταγωνιστή – προερχόμενου είτε από τον λαό, είτε από κάποια άλλη πτέρυγα της ελίτ. Εν τέλει αυτός που ουσιαστικά θίγεται απ’ αυτή την παράβαση του πολιτικού fair-play δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον πολίτη, που θα υποστεί την αυξημένη πλύση εγκεφάλου από τα υψηλότερα προεκλογικά μπάτζετ.
Αλλιώς θα κινδύνευε να χαθεί πλήρως ο έλεγχος. Η «ακριβοποίηση» της πολιτικής (και ζητώ συγγνώμη για το βαρβαρικό νεολογισμό) είναι ένα ακόμα μέτρο άμυνας του πολιτικού συστήματος, που προστίθεται στους λοιπούς θεσμικούς, οικονομικούς και επικοινωνιακούς φραγμούς ώστε τίποτε να μην κινδυνέψει να αλλάξει.
Αυτή είναι, θάλεγα, η αξία του σκανδάλου Siemens. Ότι υπογραμμίζει το ήδη γνωστό και προφανές: πως εδώ και πολλά πλέον χρόνια το πολιτικό μας σύστημα δεν πηγάζει από τον λαό και δεν βασίζεται στο λαό, αλλά στο ιδιόμορφο καθεστώς διαπλοκής μεταξύ κομματοκρατίας, ΜΜΕ και κρατικοδίαιτης παρασιτικής ολιγαρχίας.
[Να πρόκειται, όπως ισχυρίζονται τα μικρότερα κόμματα, για συμπαιγνία του «δικομματισμού» εναντίον τους; Αμφιβάλλω. Διότι, πρώτον, πρέπει να δεχθούμε ότι δεν συμμετέχουν κι αυτά με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο ίδιο παιχνίδι (πράγμα καθόλου βέβαιο, αν θυμηθούμε τις καταγγελίες Κοροβέση ή τις αδιαφανείς ενισχύσεις του ΚΚΕ), και δεύτερον, πρέπει να υποθέσουμε ότι τα μικρά κόμματα αποτελούν όντως πραγματική απειλή για τους δυο μεγάλους (ενώ είναι βέβαιο πως και μόνα τους, που λέει ο λόγος, να κατέβαιναν στις εκλογές πάλι το ίδιο ποσοστό θα έπαιρναν). Άλλο είναι λοιπόν το θέμα.]
Το πράγμα είναι μάλλον απλό. Η πολιτική είναι ακριβό σπορ· για λίγους. Έτσι είναι και έτσι πρέπει να μείνει. Κι όσο πιο πολύ μειώνεται η εμπιστοσύνη και η εθελοντική συμμετοχή του λαού στα κόμματα, τόσο πιο αναγκαίο είναι να ορθώνονται τείχη που εμποδίζουν την παρείσφρηση οιουδήποτε «τρίτου» επίδοξου ανταγωνιστή – προερχόμενου είτε από τον λαό, είτε από κάποια άλλη πτέρυγα της ελίτ. Εν τέλει αυτός που ουσιαστικά θίγεται απ’ αυτή την παράβαση του πολιτικού fair-play δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον πολίτη, που θα υποστεί την αυξημένη πλύση εγκεφάλου από τα υψηλότερα προεκλογικά μπάτζετ.
Αλλιώς θα κινδύνευε να χαθεί πλήρως ο έλεγχος. Η «ακριβοποίηση» της πολιτικής (και ζητώ συγγνώμη για το βαρβαρικό νεολογισμό) είναι ένα ακόμα μέτρο άμυνας του πολιτικού συστήματος, που προστίθεται στους λοιπούς θεσμικούς, οικονομικούς και επικοινωνιακούς φραγμούς ώστε τίποτε να μην κινδυνέψει να αλλάξει.
Αυτή είναι, θάλεγα, η αξία του σκανδάλου Siemens. Ότι υπογραμμίζει το ήδη γνωστό και προφανές: πως εδώ και πολλά πλέον χρόνια το πολιτικό μας σύστημα δεν πηγάζει από τον λαό και δεν βασίζεται στο λαό, αλλά στο ιδιόμορφο καθεστώς διαπλοκής μεταξύ κομματοκρατίας, ΜΜΕ και κρατικοδίαιτης παρασιτικής ολιγαρχίας.
[Καθεστώς που διογκώθηκε τη δεκαετία του ’90 δια των περιβόητων «μεγάλων έργων» και των «Ολυμπιακών Αγώνων» (ελπίζω να επανέλθω στο θέμα αυτό σε ένα επόμενο σημείωμα).]
Δεν πρόκειται λοιπόν απλώς για την ηθική αναλγησία κάποιων πολιτικών. Το σκάνδαλο Siemens είναι μια έμπρακτη ομολογία της αδυναμίας των δύο φορέων εξουσίας να διατηρήσουν την πολιτική τους ισχύ με τρόπο νόμιμο και εντός του συνταγματικού πλαισίου. Μια ομολογία ότι από εκφραστές της λαϊκής κυριαρχίας έχουν μετατραπεί στους κύριους παράγοντες υπονόμευσής της.
Να κληθεί, λέει, να απολογηθεί ο Σημίτης αν γνώριζε ή αν δεν γνώριζε για τα χρήματα που το δεξί του χέρι εισέφερε στο κομματικό ταμείο. Αστεία πράγματα (αλλοίμονο αν δεν γνώριζε).
Πράγματι, να κληθεί ο πρώην πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Όχι όμως για να ομολογήσει τη προφανή συμμετοχή του στο έγκλημα, αλλά για να εξομολογηθεί επιτέλους δημόσια τον πόνο του. Να μας εξηγήσει πώς ένας έντιμος και ειλικρινής άνθρωπος, υποχρεώνεται εκ του ρόλου του να γίνεται συν-καταχραστής και συν-κλεπταποδόχος του δημοσίου· πώς κοιμάται εμπνευστής ενός εξυγιαντικού υποτίθεται οράματος της κοινωνίας και ξυπνά αρχηγός μιας συμμορίας· και πώς και τούτη τη φορά ο Μίστερ Χάιντ δεν είναι άλλος από τους Δόκτορες Τζέκυλ που κυβερνούν τη χώρα.
Δεν πρόκειται λοιπόν απλώς για την ηθική αναλγησία κάποιων πολιτικών. Το σκάνδαλο Siemens είναι μια έμπρακτη ομολογία της αδυναμίας των δύο φορέων εξουσίας να διατηρήσουν την πολιτική τους ισχύ με τρόπο νόμιμο και εντός του συνταγματικού πλαισίου. Μια ομολογία ότι από εκφραστές της λαϊκής κυριαρχίας έχουν μετατραπεί στους κύριους παράγοντες υπονόμευσής της.
Να κληθεί, λέει, να απολογηθεί ο Σημίτης αν γνώριζε ή αν δεν γνώριζε για τα χρήματα που το δεξί του χέρι εισέφερε στο κομματικό ταμείο. Αστεία πράγματα (αλλοίμονο αν δεν γνώριζε).
Πράγματι, να κληθεί ο πρώην πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Όχι όμως για να ομολογήσει τη προφανή συμμετοχή του στο έγκλημα, αλλά για να εξομολογηθεί επιτέλους δημόσια τον πόνο του. Να μας εξηγήσει πώς ένας έντιμος και ειλικρινής άνθρωπος, υποχρεώνεται εκ του ρόλου του να γίνεται συν-καταχραστής και συν-κλεπταποδόχος του δημοσίου· πώς κοιμάται εμπνευστής ενός εξυγιαντικού υποτίθεται οράματος της κοινωνίας και ξυπνά αρχηγός μιας συμμορίας· και πώς και τούτη τη φορά ο Μίστερ Χάιντ δεν είναι άλλος από τους Δόκτορες Τζέκυλ που κυβερνούν τη χώρα.
Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2011
Βούλτεψη Σοφία- Αφού έβλεπαν την σαπίλα, γιατί πήραν μέρος στις εκλογές του 2009;
Άρτος και θεάματα. Για τον άρτο δεν είμαστε και πολύ σίγουροι – και αυτό που γράφω δεν είναι λαϊκισμός. Όταν έχεις απολυθεί από την δουλειά σου ή είσαι μακροχρόνια άνεργος, αν δεν έχεις κάποιον να σου δώσει ένα πιάτο φαΐ, είναι βέβαιο ότι θα σου λείψει και το ψωμί.
Από θεάματα, όμως, άλλο τίποτε. Το τελευταίο θέαμα στο «μεγάλο μας τσίρκο» το πρόσφεραν τα μέλη της Εξεταστικής Επιτροπής για την Ζήμενς που έκαναν την εμφάνισή τους στα τηλεπαράθυρα. Ενώ την ίδια ώρα και επί δύο οδυνηρές για την Δημοκρατία μας ημέρες ακούγαμε για παζάρια και συνεννοήσεις σχετικά με το τι θα περιλαμβάνει το πόρισμα, δηλαδή τα πορίσματα.
Αυτά συμβαίνουν όταν την διερεύνηση των σκανδάλων αναλαμβάνουν βουλευτές, δηλαδή άνθρωποι εξαρτώμενοι από τα κόμματά τους. Αυτό, βέβαια, όπως έχουμε ξαναπεί, δεν συμβαίνει πουθενά στον κόσμο. Πουθενά στον κόσμο οι κρινόμενοι δεν είναι συγχρόνως και κρίνοντες.
Αυτά συμβαίνουν επίσης όταν οι ποινικές ευθύνες μπλέκουν με τις πολιτικές. Οι ποινικές ευθύνες πρέπει να διερευνώνται από την Δικαιοσύνη. Αλλά το πολιτικό σύστημα, κρυμμένο πίσω από το επαίσχυντο άρθρο 86 του Συντάγματος, δεν της έκανε την χάρη.
Οι πολιτικές ευθύνες πρέπει να διερευνώνται από μη πολιτικά πρόσωπα. Από ανεξάρτητες και κοινής αποδοχής προσωπικότητες, με δίκαιη κρίση, που χαίρουν εκτίμησης και ζουν λιτά και με την εκτίμηση της κοινωνίας.
Η εικόνα που είδαν τα μάτια μας υπήρξε απογοητευτική. Ζήσαμε κατ’ αρχήν το «διήμερο της ντροπής». Έβγαιναν όλοι, ο ένας μετά τον άλλον και ορκίζονταν πως δεν έγινε κανένα παζάρι, πως ουδείς τους τηλεφώνησε για να παρέμβει στο έργο τους, πως αυτοί οι «μεγάλοι τιμωροί» έπραξαν στο ακέραιο το καθήκον τους.
Μέσα στην σύγχυση ξεφύτρωσαν και άλλα επίλεκτα στελέχη του πολιτικού μας συστήματος. Βρήκαν πρόθυμους να τους κάνουν την αγιογραφία και γέμισαν τον κόσμο συνεντεύξεις για να προβάλουν τις δικές τους προτάσεις για την καταπολέμηση της διαφθοράς, για το πολιτικό χρήμα, για την αναθεώρηση του Συντάγματος.
Αλλά, τι κρίμα! Δεν εισακούστηκαν από το διεφθαρμένο σύστημα (από το οποίο προσπαθούν τώρα να αποστασιοποιηθούν).
Να το δεχθούμε; Άντε, ας το δεχθούμε; Τότε για ποιο λόγο πεισματικά επεδίωξαν να παραμείνουν σ’ αυτό το σάπιο πολιτικό σύστημα, αφού δεν μπορούσαν να το διορθώσουν; Γιατί επιδίωξαν προεδριλίκια σε επιτροπές της Βουλής, κυβερνητικά και κομματικά αξιώματα; Γιατί επιδίωξαν με νύχια και με δόντια (με ρουσφέτια, τηλεοπτικές εμφανίσεις, νταηλίκια, χιλιάδες τηλεφωνήματα σε ψηφοφόρους από υπερσύγχρονα τηλεφωνικά κέντρα) την επανεκλογή τους;
Αφού το σύστημα ήταν διεφθαρμένο και παρά τις προτάσεις και τις προσπάθειές τους να διορθωθεί, αυτό παρέμενε το ίδιο, γιατί δεν του έδωσαν μια μούντζα (του συστήματος) να σηκωθούν να φύγουν. Αν τότε είχαμε μια σειρά από διαδοχικές ηχηρές παραιτήσεις, αν έμεναν απ’ έξω και πετροβολούσαν – όχι ένας και δύο, αλλά πολλοί – τότε μπορεί και να μην φθάναμε στην σημερινή άθλια οικονομική κατάσταση.
Το σκάνδαλο της Ζήμενς αποκαλύφθηκε στην Γερμανία από τον Τύπο το 2006. Μεταξύ του 2007 και του 2009 είχαν αποκαλυφθεί τα πάντα. Τα μάθαμε όλα απ’ έξω και ανακατωτά, διαβάσαμε δικογραφίες (γερμανικές, βεβαίως), πληροφορηθήκαμε τα ποσοστά της μίζας που αναλογούσαν στον κάθε διεφθαρμένο, αποκαλύφθηκαν τα πάντα για τις συμβάσεις, τις απευθείας αναθέσεις, τις υπερτιμολογήσεις, τις προνομιακές σχέσεις, τις επεκτάσεις των συμβάσεων (που συνεχίστηκαν και μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου).
Επομένως γνώριζαν όλοι τα πάντα. Γιατί, λοιπόν, κάθονταν όλοι επί δύο χρόνια στις θέσεις τους, αγωνιώντας γι’ αυτές και χωρίς να απαιτούν πιεστικά από τις ηγεσίες των κομμάτων τους να προχωρήσουν σε κάθαρση; Γιατί δεν έπιαναν τους αρχηγούς τους από τον λαιμό – είτε βρίσκονταν στην κυβέρνηση, είτε στην αντιπολίτευση – απαιτώντας «κάθαρση τώρα;».
Γιατί συνέχιζαν το γνωστό τροπάρι περί της ανάγκης να μην ποινικοποιούνται οι κοινωνικές σχέσεις; Και επιτέλους, γιατί ο Χριστοφοράκος δεν επεδίωκε κοινωνικές σχέσεις με τον μπακάλη της γειτονιάς μου, αλλά με αυτούς, ισχυριζόμενος μάλιστα (αργότερα κατά την κατάθεσή του στην Γερμανία) πως ήταν ο «αρχικηπουρός της Ελλάδας» και ότι «καλλιεργούσε πολιτικές σχέσεις»;
Η Νέα Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το Σκάνδαλο της Ζήμενς είναι «πράσινο». Σωστά. Όλες σχεδόν οι μεγάλες συμβάσεις υπογράφηκαν επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ.
Η πρώτη σύμβαση υπογράφηκε το 1987 για την κατασκευή των ψηφιακών κέντρων.
Το 1988 είχαμε την απευθείας ανάθεση για προμήθεια 84.000 κυκλωμάτων και 20.000 παροχών.
Τον Ιούνιο του 1989 είχαμε την απευθείας ανάθεση 470.000 ψηφιακών παροχών αξίας 32,5 δις δρχ, που πάγωσε με εισαγγελική παρέμβαση. Ήταν η περίοδος των αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων, με τη Ν.Δ. να κερδίζει τις εκλογές αλλά να μην μπορεί (λόγω του γνωστού εκλογικού νόμου) να σχηματίσει κυβέρνηση.
Τον Νοέμβριο του 1989 σχηματίζεται κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Ζολώτα και στις 20 Δεκεμβρίου 1989 υπογράφονται δύο συμβάσεις (4,5 δις δρχ) για αγορά ψηφιακών δικτύων.
Στις 31 Ιανουαρίου 1990 (επί οικουμενικής) υπογράφεται τελικά η σύμβαση για τις 470.000 ψηφιακές παροχές αξίας 27 δις δρχ.
Στις 16 Ιανουαρίου 1991 διεξάγεται διαγωνισμός για 720.000 ψηφιακές παροχές στον οποί μετέχουν μόνο η Ιντρακόμ και η Ζήμενς.
Τον Ιούλιο του 1992 έχουμε την ανάθεση προμήθειας 150.000 παροχών στις δύο εταιρίες.
Τον Μάρτιο του 1994 έχουμε την ανάθεση 951.600 ψηφιακών παροχών, 146.800 κυκλωμάτων, 73 νέων κέντρων και 87 επεκτάσεων υφισταμένων κέντρων (40,5 δις δρχ).
Τον Ιούνιο του 1995 ο εισαγγελέας Γ. Ζορμπάς ζήτησε την σύγκληση της Ολομέλειας Εφετών και τρεις μέρες αργότερα του αφαιρείται η υπόθεση των ψηφιακών παροχών.
Τον Μάρτιο του 1996 έχουμε την απευθείας ανάθεση προμήθειας 270.000 ψηφιακών παροχών (16 δις δρχ). Σημειώστε εδώ ότι όλες οι συμβάσεις εκείνης της περιόδου έφεραν τις υπογραφές του τότε υπουργικού συμβουλίου.
Και ενώ ήδη από τον Μάιο του 1996 το Ελεγκτικό Συνέδριο με πόρισμά του δικαιώνει τον Ζορμπά, εντοπίζει τέσσερις παραβάσεις και ζητά δίωξη για τις ψηφιακές παροχές, τον Ιανούαριο του 1997 έχουμε νέα ανάθεση, αυτή τη φορά 338.000 ψηφιακών παροχών (12,2 δις δρχ).
Τον Δεκέμβριο του 1997 έχουμε νέες αναθέσεις (συνολικού ύψους για τις δύο εταιρίες 372, 7 δις δρχ) στο πλαίσιο των περίφημων προγραμματικών συμβάσεων. Βρισκόμαστε πια στον αστερισμό της πλέον σκανδαλώδους των συμβάσεων, της 8002 για την ψηφιοποίηση του ΟΤΕ.
Τον Νοέμβριο του 2000 έχουμε επεκτάσεις της τάξης των 100 δις δρχ. και το 2002 είναι το τελευταίο έτος των προγραμματικών συμβάσεων. Με τις διάφορες επεκτάσεις, το συνολικό ύψος των αναθέσεων για τις δύο εταιρίες φθάνει τα 565 δις δρχ.
Αξίζει εδώ να θυμηθούμε και αυτό που ακούγεται σαν ανέκδοτο, αλλά δεν είναι. Το 1997 ο ΟΣΕ αγόρασε 30 ηλεκτροκίνητες μηχανές έλξης και 100 βαγόνια (235 εκ ευρώ), που κατασκευάστηκαν από τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά και την Ζήμενς, αλλά δεν σάπισαν στις αποθήκες της Θεσσαλονίκης, διότι δεν χωρούσαν στις ράγες του υπάρχοντος σιδηροδρομικού δικτύου.
Αυτά είναι γνωστά πράγματα και δεν τα αμφισβητεί κανείς.
Όταν, όμως, η Ν.Δ. ήλθε στην εξουσία το 2004 υιοθέτησε την στρατηγική «όχι ταύρος εν υαλοπωλείω» και όχι μόνο δεν έβαλε κανέναν στην φυλακή, αλλά σε πολλές περιπτώσεις διατήρησε στις θέσεις τους τα διοικητικά στελέχη (ΟΤΕ, ΟΣΕ κλπ.) που ευρισκόμενη στην αντιπολίτευση κατηγορούσε για διαφθορά.
Υπήρξαν περιπτώσεις που οι συμβάσεις ήσαν λεόντειες (βλέπε C4i) και άρχισαν οι τροποποιήσεις, οι φασαρίες, οι δοκιμές. Δεν υπήρξε ποτέ μια κεντρική απόφαση, να τους τρίψουν στη μούρη το σύστημα ασφαλείας το οποίο παραγγέλθηκε και προπληρώθηκε σε μεγάλο μέρος του για τους Ολυμπιακούς Αγώνες και δεν λειτούργησε ποτέ (και πάντως όχι κατά την περίοδο για την οποία παραγγέλθηκε. Η εταιρία δεν κηρύχθηκε έκπτωτη, ούτε τηρήθηκαν ποτέ οι ρήτρες (άλλωστε γι’ αυτό έδινε τις μίζες οι Ζήμενς, - για να μην τηρούνται οι όροι των συμβάσεων).
Αντίθετα, σε αρκετές περιπτώσεις (και ενώ στην Γερμανία είχε ήδη ξεσπάσει το σκάνδαλο) συνεχίστηκε η εκτέλεση των επίμαχων συμβάσεων, όπως αυτή των βαγονιών Ντεζίρο ή η σύμβαση του ΟΤΕ για τεχνική υποστήριξη τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού, ύψους 33,1 εκ ευρώ ή η απευθείας ανάθεση από τον ΟΣΕ έργου 160 εκ ευρώ (τον Απρίλιο του 2005 και όταν δεν είχε ξεσπάσει ακόμη το σκάνδαλο, αλλά τώρα πια είναι γνωστό ότι ο Χριστοφοράκος καλλιεργούσε κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις).
Γενικά η Ζήμενς σάρωνε παντού και μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου. Και δεν έδινε ποτέ λογαριασμό. Όπως συνέβη και με την παραγγελία από το υπουργείο Πολιτισμού των φορητών ηλεκτρονικών ξεναγών για τα μεγάλα μουσεία της χώρας, αξίας 12 εκ ευρώ, που δεν παραδόθηκε ποτέ – αλλά και ουδείς τήρησε τις ρήτρες.
Όλα αυτά είχαν πλέον γίνει πλήρως γνωστά και κατανοητά μέχρι το 2007. Αλλά το πολιτικό σύστημα συνέχισε να σφυρίζει αμέριμνο και να κάνει χαρτοπόλεμο τα τιμολόγια των δώρων και των ημερολογίων του Χριστοφοράκου.
Ακόμη και η ανακοίνωση της παραίτησης Χριστοφοράκου τον Δεκέμβριο του 2007 πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Την ίδια μέρα, ο κ. Παπανδρέου, ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, επισκεπτόταν τον ΟΤΕ, το κατ’ εξοχήν όχημα της διαπλοκής, αλλά δεν είπε κουβέντα για το (γνωστό πλέον) θέμα. Αντίθετα, διακήρυξε την ανάγκη να συνεχίσει ο ΟΤΕ να ανήκει στο Δημόσιο.
Τι θέλω να πω με όλα αυτά; Μα ότι στις εκλογές του 2009 γνώριζαν όλοι τα πάντα. Και έβλεπαν ότι δεν τιμωρείται κανείς. Γιατί, λοιπόν, αηδιασμένοι δεν σηκώθηκαν να φύγουν, καταγγέλλοντας την σαπίλα, αλλά έλαβαν μέρος στις εκλογές και έδωσαν λυσσώδη μάχη για την επανεκλογή τους;
Ας ξεκινήσουν δίνοντας την απάντηση σε αυτήν την ερώτηση και μετά μας λένε τι προτάσεις έκαναν για την θωράκιση της χώρας έναντι της διαφθοράς.
Ουαί υμίν Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές!
Από θεάματα, όμως, άλλο τίποτε. Το τελευταίο θέαμα στο «μεγάλο μας τσίρκο» το πρόσφεραν τα μέλη της Εξεταστικής Επιτροπής για την Ζήμενς που έκαναν την εμφάνισή τους στα τηλεπαράθυρα. Ενώ την ίδια ώρα και επί δύο οδυνηρές για την Δημοκρατία μας ημέρες ακούγαμε για παζάρια και συνεννοήσεις σχετικά με το τι θα περιλαμβάνει το πόρισμα, δηλαδή τα πορίσματα.
Αυτά συμβαίνουν όταν την διερεύνηση των σκανδάλων αναλαμβάνουν βουλευτές, δηλαδή άνθρωποι εξαρτώμενοι από τα κόμματά τους. Αυτό, βέβαια, όπως έχουμε ξαναπεί, δεν συμβαίνει πουθενά στον κόσμο. Πουθενά στον κόσμο οι κρινόμενοι δεν είναι συγχρόνως και κρίνοντες.
Αυτά συμβαίνουν επίσης όταν οι ποινικές ευθύνες μπλέκουν με τις πολιτικές. Οι ποινικές ευθύνες πρέπει να διερευνώνται από την Δικαιοσύνη. Αλλά το πολιτικό σύστημα, κρυμμένο πίσω από το επαίσχυντο άρθρο 86 του Συντάγματος, δεν της έκανε την χάρη.
Οι πολιτικές ευθύνες πρέπει να διερευνώνται από μη πολιτικά πρόσωπα. Από ανεξάρτητες και κοινής αποδοχής προσωπικότητες, με δίκαιη κρίση, που χαίρουν εκτίμησης και ζουν λιτά και με την εκτίμηση της κοινωνίας.
Η εικόνα που είδαν τα μάτια μας υπήρξε απογοητευτική. Ζήσαμε κατ’ αρχήν το «διήμερο της ντροπής». Έβγαιναν όλοι, ο ένας μετά τον άλλον και ορκίζονταν πως δεν έγινε κανένα παζάρι, πως ουδείς τους τηλεφώνησε για να παρέμβει στο έργο τους, πως αυτοί οι «μεγάλοι τιμωροί» έπραξαν στο ακέραιο το καθήκον τους.
Μέσα στην σύγχυση ξεφύτρωσαν και άλλα επίλεκτα στελέχη του πολιτικού μας συστήματος. Βρήκαν πρόθυμους να τους κάνουν την αγιογραφία και γέμισαν τον κόσμο συνεντεύξεις για να προβάλουν τις δικές τους προτάσεις για την καταπολέμηση της διαφθοράς, για το πολιτικό χρήμα, για την αναθεώρηση του Συντάγματος.
Αλλά, τι κρίμα! Δεν εισακούστηκαν από το διεφθαρμένο σύστημα (από το οποίο προσπαθούν τώρα να αποστασιοποιηθούν).
Να το δεχθούμε; Άντε, ας το δεχθούμε; Τότε για ποιο λόγο πεισματικά επεδίωξαν να παραμείνουν σ’ αυτό το σάπιο πολιτικό σύστημα, αφού δεν μπορούσαν να το διορθώσουν; Γιατί επιδίωξαν προεδριλίκια σε επιτροπές της Βουλής, κυβερνητικά και κομματικά αξιώματα; Γιατί επιδίωξαν με νύχια και με δόντια (με ρουσφέτια, τηλεοπτικές εμφανίσεις, νταηλίκια, χιλιάδες τηλεφωνήματα σε ψηφοφόρους από υπερσύγχρονα τηλεφωνικά κέντρα) την επανεκλογή τους;
Αφού το σύστημα ήταν διεφθαρμένο και παρά τις προτάσεις και τις προσπάθειές τους να διορθωθεί, αυτό παρέμενε το ίδιο, γιατί δεν του έδωσαν μια μούντζα (του συστήματος) να σηκωθούν να φύγουν. Αν τότε είχαμε μια σειρά από διαδοχικές ηχηρές παραιτήσεις, αν έμεναν απ’ έξω και πετροβολούσαν – όχι ένας και δύο, αλλά πολλοί – τότε μπορεί και να μην φθάναμε στην σημερινή άθλια οικονομική κατάσταση.
Το σκάνδαλο της Ζήμενς αποκαλύφθηκε στην Γερμανία από τον Τύπο το 2006. Μεταξύ του 2007 και του 2009 είχαν αποκαλυφθεί τα πάντα. Τα μάθαμε όλα απ’ έξω και ανακατωτά, διαβάσαμε δικογραφίες (γερμανικές, βεβαίως), πληροφορηθήκαμε τα ποσοστά της μίζας που αναλογούσαν στον κάθε διεφθαρμένο, αποκαλύφθηκαν τα πάντα για τις συμβάσεις, τις απευθείας αναθέσεις, τις υπερτιμολογήσεις, τις προνομιακές σχέσεις, τις επεκτάσεις των συμβάσεων (που συνεχίστηκαν και μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου).
Επομένως γνώριζαν όλοι τα πάντα. Γιατί, λοιπόν, κάθονταν όλοι επί δύο χρόνια στις θέσεις τους, αγωνιώντας γι’ αυτές και χωρίς να απαιτούν πιεστικά από τις ηγεσίες των κομμάτων τους να προχωρήσουν σε κάθαρση; Γιατί δεν έπιαναν τους αρχηγούς τους από τον λαιμό – είτε βρίσκονταν στην κυβέρνηση, είτε στην αντιπολίτευση – απαιτώντας «κάθαρση τώρα;».
Γιατί συνέχιζαν το γνωστό τροπάρι περί της ανάγκης να μην ποινικοποιούνται οι κοινωνικές σχέσεις; Και επιτέλους, γιατί ο Χριστοφοράκος δεν επεδίωκε κοινωνικές σχέσεις με τον μπακάλη της γειτονιάς μου, αλλά με αυτούς, ισχυριζόμενος μάλιστα (αργότερα κατά την κατάθεσή του στην Γερμανία) πως ήταν ο «αρχικηπουρός της Ελλάδας» και ότι «καλλιεργούσε πολιτικές σχέσεις»;
Η Νέα Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το Σκάνδαλο της Ζήμενς είναι «πράσινο». Σωστά. Όλες σχεδόν οι μεγάλες συμβάσεις υπογράφηκαν επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ.
Η πρώτη σύμβαση υπογράφηκε το 1987 για την κατασκευή των ψηφιακών κέντρων.
Το 1988 είχαμε την απευθείας ανάθεση για προμήθεια 84.000 κυκλωμάτων και 20.000 παροχών.
Τον Ιούνιο του 1989 είχαμε την απευθείας ανάθεση 470.000 ψηφιακών παροχών αξίας 32,5 δις δρχ, που πάγωσε με εισαγγελική παρέμβαση. Ήταν η περίοδος των αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων, με τη Ν.Δ. να κερδίζει τις εκλογές αλλά να μην μπορεί (λόγω του γνωστού εκλογικού νόμου) να σχηματίσει κυβέρνηση.
Τον Νοέμβριο του 1989 σχηματίζεται κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Ζολώτα και στις 20 Δεκεμβρίου 1989 υπογράφονται δύο συμβάσεις (4,5 δις δρχ) για αγορά ψηφιακών δικτύων.
Στις 31 Ιανουαρίου 1990 (επί οικουμενικής) υπογράφεται τελικά η σύμβαση για τις 470.000 ψηφιακές παροχές αξίας 27 δις δρχ.
Στις 16 Ιανουαρίου 1991 διεξάγεται διαγωνισμός για 720.000 ψηφιακές παροχές στον οποί μετέχουν μόνο η Ιντρακόμ και η Ζήμενς.
Τον Ιούλιο του 1992 έχουμε την ανάθεση προμήθειας 150.000 παροχών στις δύο εταιρίες.
Τον Μάρτιο του 1994 έχουμε την ανάθεση 951.600 ψηφιακών παροχών, 146.800 κυκλωμάτων, 73 νέων κέντρων και 87 επεκτάσεων υφισταμένων κέντρων (40,5 δις δρχ).
Τον Ιούνιο του 1995 ο εισαγγελέας Γ. Ζορμπάς ζήτησε την σύγκληση της Ολομέλειας Εφετών και τρεις μέρες αργότερα του αφαιρείται η υπόθεση των ψηφιακών παροχών.
Τον Μάρτιο του 1996 έχουμε την απευθείας ανάθεση προμήθειας 270.000 ψηφιακών παροχών (16 δις δρχ). Σημειώστε εδώ ότι όλες οι συμβάσεις εκείνης της περιόδου έφεραν τις υπογραφές του τότε υπουργικού συμβουλίου.
Και ενώ ήδη από τον Μάιο του 1996 το Ελεγκτικό Συνέδριο με πόρισμά του δικαιώνει τον Ζορμπά, εντοπίζει τέσσερις παραβάσεις και ζητά δίωξη για τις ψηφιακές παροχές, τον Ιανούαριο του 1997 έχουμε νέα ανάθεση, αυτή τη φορά 338.000 ψηφιακών παροχών (12,2 δις δρχ).
Τον Δεκέμβριο του 1997 έχουμε νέες αναθέσεις (συνολικού ύψους για τις δύο εταιρίες 372, 7 δις δρχ) στο πλαίσιο των περίφημων προγραμματικών συμβάσεων. Βρισκόμαστε πια στον αστερισμό της πλέον σκανδαλώδους των συμβάσεων, της 8002 για την ψηφιοποίηση του ΟΤΕ.
Τον Νοέμβριο του 2000 έχουμε επεκτάσεις της τάξης των 100 δις δρχ. και το 2002 είναι το τελευταίο έτος των προγραμματικών συμβάσεων. Με τις διάφορες επεκτάσεις, το συνολικό ύψος των αναθέσεων για τις δύο εταιρίες φθάνει τα 565 δις δρχ.
Αξίζει εδώ να θυμηθούμε και αυτό που ακούγεται σαν ανέκδοτο, αλλά δεν είναι. Το 1997 ο ΟΣΕ αγόρασε 30 ηλεκτροκίνητες μηχανές έλξης και 100 βαγόνια (235 εκ ευρώ), που κατασκευάστηκαν από τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά και την Ζήμενς, αλλά δεν σάπισαν στις αποθήκες της Θεσσαλονίκης, διότι δεν χωρούσαν στις ράγες του υπάρχοντος σιδηροδρομικού δικτύου.
Αυτά είναι γνωστά πράγματα και δεν τα αμφισβητεί κανείς.
Όταν, όμως, η Ν.Δ. ήλθε στην εξουσία το 2004 υιοθέτησε την στρατηγική «όχι ταύρος εν υαλοπωλείω» και όχι μόνο δεν έβαλε κανέναν στην φυλακή, αλλά σε πολλές περιπτώσεις διατήρησε στις θέσεις τους τα διοικητικά στελέχη (ΟΤΕ, ΟΣΕ κλπ.) που ευρισκόμενη στην αντιπολίτευση κατηγορούσε για διαφθορά.
Υπήρξαν περιπτώσεις που οι συμβάσεις ήσαν λεόντειες (βλέπε C4i) και άρχισαν οι τροποποιήσεις, οι φασαρίες, οι δοκιμές. Δεν υπήρξε ποτέ μια κεντρική απόφαση, να τους τρίψουν στη μούρη το σύστημα ασφαλείας το οποίο παραγγέλθηκε και προπληρώθηκε σε μεγάλο μέρος του για τους Ολυμπιακούς Αγώνες και δεν λειτούργησε ποτέ (και πάντως όχι κατά την περίοδο για την οποία παραγγέλθηκε. Η εταιρία δεν κηρύχθηκε έκπτωτη, ούτε τηρήθηκαν ποτέ οι ρήτρες (άλλωστε γι’ αυτό έδινε τις μίζες οι Ζήμενς, - για να μην τηρούνται οι όροι των συμβάσεων).
Αντίθετα, σε αρκετές περιπτώσεις (και ενώ στην Γερμανία είχε ήδη ξεσπάσει το σκάνδαλο) συνεχίστηκε η εκτέλεση των επίμαχων συμβάσεων, όπως αυτή των βαγονιών Ντεζίρο ή η σύμβαση του ΟΤΕ για τεχνική υποστήριξη τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού, ύψους 33,1 εκ ευρώ ή η απευθείας ανάθεση από τον ΟΣΕ έργου 160 εκ ευρώ (τον Απρίλιο του 2005 και όταν δεν είχε ξεσπάσει ακόμη το σκάνδαλο, αλλά τώρα πια είναι γνωστό ότι ο Χριστοφοράκος καλλιεργούσε κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις).
Γενικά η Ζήμενς σάρωνε παντού και μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου. Και δεν έδινε ποτέ λογαριασμό. Όπως συνέβη και με την παραγγελία από το υπουργείο Πολιτισμού των φορητών ηλεκτρονικών ξεναγών για τα μεγάλα μουσεία της χώρας, αξίας 12 εκ ευρώ, που δεν παραδόθηκε ποτέ – αλλά και ουδείς τήρησε τις ρήτρες.
Όλα αυτά είχαν πλέον γίνει πλήρως γνωστά και κατανοητά μέχρι το 2007. Αλλά το πολιτικό σύστημα συνέχισε να σφυρίζει αμέριμνο και να κάνει χαρτοπόλεμο τα τιμολόγια των δώρων και των ημερολογίων του Χριστοφοράκου.
Ακόμη και η ανακοίνωση της παραίτησης Χριστοφοράκου τον Δεκέμβριο του 2007 πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Την ίδια μέρα, ο κ. Παπανδρέου, ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, επισκεπτόταν τον ΟΤΕ, το κατ’ εξοχήν όχημα της διαπλοκής, αλλά δεν είπε κουβέντα για το (γνωστό πλέον) θέμα. Αντίθετα, διακήρυξε την ανάγκη να συνεχίσει ο ΟΤΕ να ανήκει στο Δημόσιο.
Τι θέλω να πω με όλα αυτά; Μα ότι στις εκλογές του 2009 γνώριζαν όλοι τα πάντα. Και έβλεπαν ότι δεν τιμωρείται κανείς. Γιατί, λοιπόν, αηδιασμένοι δεν σηκώθηκαν να φύγουν, καταγγέλλοντας την σαπίλα, αλλά έλαβαν μέρος στις εκλογές και έδωσαν λυσσώδη μάχη για την επανεκλογή τους;
Ας ξεκινήσουν δίνοντας την απάντηση σε αυτήν την ερώτηση και μετά μας λένε τι προτάσεις έκαναν για την θωράκιση της χώρας έναντι της διαφθοράς.
Ουαί υμίν Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές!
Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2011
Chomsky Noam
Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗΣ
ΚΑΙ Ο ΒΑΘΥΣ ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΜΕΝΩΝ
τού Noam Chomsky
Ο Αμερικανός γλωσσολόγος Noam Chomsky συνέταξε μια λίστα
με τις 10 στρατηγικές πολιτικής χειραγώγησης από τα ΜΜΕ.
1. Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΣΠΑΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΟΧΗΣ
Το θεμελιώδες στοιχείο τού κοινωνικού ελέγχου είναι η στρατηγική τής απόσπασης τής προσοχής που έγκειται στην εκτροπή τής προσοχής τού κοινού από τα σημαντικά προβλήματα και τις αποφασισμένες από τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ αλλαγές μέσω τής τεχνικής τού κατακλυσμού συνεχόμενων αντιπερισπασμών και ασήμαντων πληροφοριών. Η στρατηγική τής απόσπασης τής προσοχής είναι επίσης απαραίτητη για να μην επιτρέψει στο κοινό να ενδιαφερθεί για απαραίτητες γνώσεις στους τομείς τής επιστήμης, τής οικονομίας, τής ψυχολογίας, τής νευροβιολογίας και τής κυβερνητικής. «Διατηρήστε την προσοχή τού κοινού αποσπασμένη, μακριά από τα αληθινά κοινωνικά προβλήματα, αιχμάλωτη θεμάτων που δεν έχουν καμία σημασία. Διατηρήστε το κοινό απασχολημένο, τόσο πολύ ώστε να μην έχει καθόλου χρόνο για να σκεφτεί - πίσω στο αγρόκτημα, όπως τα υπόλοιπα ζώα» (απόσπασμα από το κείμενο: "Αθόρυβα όπλα για ήρεμους πολέμους").
2. ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΛΥΣΕΩΝ
Αυτή η μέθοδος καλείται επίσης «πρόβλημα-αντίδραση-λύση». Δημιουργείται ένα πρόβλημα, μια προβλεφθείσα «κατάσταση» για να υπάρξει μια κάποια αντίδραση από τον κόσμο, με σκοπό αυτός ο ίδιος να ορίσει τα μέτρα που η εξουσία θέλει να τον κάνει να δεχτεί. Για παράδειγμα: Αφήνεται να ξεδιπλωθεί και να ενταθεί η αστική βία ή οργανώνονται αιματηρές επιθέσεις που αποσκοπούν στο να απαιτήσει ο κόσμος νόμους ασφαλείας και πολιτικές εις βάρος τής ελευθερίας. Ή ακόμα: Δημιουργούν μία οικονομική κρίση ώστε να γίνει αποδεκτή ως αναγκαίο κακό η υποχώρηση τών κοινωνικών δικαιωμάτων και η διάλυση τών δημόσιων υπηρεσιών.
3. Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΣΤΑΔΙΑΚΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Για να γίνουν αποδεκτά τα διάφορα απαράδεκτα μέτρα, αρκεί η σταδιακή εφαρμογή τους, λίγο λίγο, επί συναπτά έτη. Κατά αυτόν τον τρόπο επιβλήθηκαν τις δεκαετίες του ΄80 και ΄90 οι δραστικά νέες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες (νεοφιλελευθερισμός): ανύπαρκτο κράτος, ιδιωτικοποιήσεις, ανασφάλεια, ελαστικότητα, μαζική ανεργία, μισθοί που δεν εξασφαλίζουν ένα αξιοπρεπές εισόδημα, τόσες αλλαγές που θα είχαν προκαλέσει επανάσταση αν είχαν εφαρμοστεί μονομιάς.
4. Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΑΜΟΝΗΣ
Ένας άλλος τρόπος για να γίνει αποδεκτή μια αντιλαϊκή απόφαση είναι να την παρουσιάσουν ως «επώδυνη και αναγκαία», εξασφαλίζοντας τη συγκατάβαση του λαού τη δεδομένη χρονική στιγμή και εφαρμόζοντάς τη στο μέλλον. Είναι πιο εύκολο να γίνει αποδεκτή μια μελλοντική θυσία απ' ό,τι μία άμεση. Κατά πρώτον επειδή η προσπάθεια δεν καταβάλλεται άμεσα και κατά δεύτερον επειδή το κοινό, η μάζα, πάντα έχει την τάση να ελπίζει αφελώς ότι «τα πράγματα θα φτιάξουν στο μέλλον» και ότι οι απαιτούμενες θυσίες θα αποφευχθούν. Αυτό δίνει περισσότερο χρόνο στο κοινό να συνηθίσει στην ιδέα των αλλαγών και να τις αποδεχτεί με παραίτηση όταν φτάσει το πλήρωμα του χρόνου.
5. ΑΠΕΥΘΥΝΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΟ ΚΟΙΝΟ ΣΑΝ ΑΥΤΟ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
Η πλειονότητα τών διαφημίσεων που απευθύνονται στο ευρύ κοινό χρησιμοποιούν λόγο, επιχειρήματα, προσωπικότητες και τόνο τής φωνής, όλα ιδιαίτερα παιδικά, πολλές φορές στα όρια τής αδυναμίας, σαν ο θεατής να ήταν μικρό παιδάκι ή διανοητικά καθυστερημένος. Όσο περισσότερο θέλουν να εξαπατήσουν το θεατή τόσο πιο πολύ υιοθετούν έναν παιδικό τόνο. Γιατί; «Αν κάποιος απευθύνεται σε ένα άτομο σαν αυτό να ήταν 12 χρονών ή και μικρότερο, αυτό λόγω τής υποβολής είναι πολύ πιθανό να τείνει σε μια απάντηση ή αντίδραση απογυμνωμένη από κάθε κριτική σκέψη, όπως αυτή ενός μικρού παιδιού» (βλ. "Αθόρυβα όπλα για ήρεμους πολέμους").
6. ΠΟΛΥ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΗ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ ΠΑΡΑ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ
Η χρήση του συναισθήματος είναι μια κλασική τεχνική προκειμένου να επιτευχθεί βραχυκύκλωμα στη λογική ανάλυση και στην κριτική σκέψη τών ατόμων. Από την άλλη, η χρήση τών συναισθημάτων ανοίγει την πόρτα για την πρόσβαση στο ασυνείδητο και την εμφύτευση ιδεών, επιθυμιών, φόβων, καταναγκασμών ή την προτροπή για ορισμένες συμπεριφορές.
7. Η ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΣΤΗΝ ΑΓΝΟΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΜΕΤΡΙΟΤΗΤΑ
Κάντε το κοινό να είναι ανήμπορο να κατανοήσει τις μεθόδους και τις τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο και τη σκλαβιά του. «Η ποιότητα της εκπαίδευσης που δίνεται στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις πρέπει να είναι η φτωχότερη και μετριότερη δυνατή, έτσι ώστε το χάσμα της άγνοιας μεταξύ τών κατώτερων και τών ανώτερων κοινωνικών τάξεων να είναι και να παραμένει αδύνατον να γεφυρωθεί» (βλ. "Αθόρυβα όπλα για ήρεμους πολέμους").
8. ΕΝΘΑΡΡΥΝΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΜΕΝΟ ΜΕ ΤΗ ΜΕΤΡΙΟΤΗΤΑ
Προωθήστε στο κοινό την ιδέα ότι είναι της μόδας να είσαι ηλίθιος, χυδαίος και αμόρφωτος.
9. ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΕΝΟΧΗΣ
Κάντε τα άτομα να πιστέψουν ότι αυτά και μόνον αυτά είναι ένοχα για την κακοτυχία τους, εξαιτίας τής ανεπάρκειας τής νοημοσύνης τους, τών ικανοτήτων ή τών προσπαθειών τους. Έτσι, τα άτομα αντί να εξεγείρονται ενάντια στο οικονομικό σύστημα, υποτιμούν τους εαυτούς τους και νιώθουν ενοχές, κάτι που δημιουργεί μια γενικευμένη κατάσταση κατάθλιψης, τής οποίας απόρροια είναι η αναστολή τής δράσης. Και όπως γνωρίζουμε χωρίς δράση, δεν υπάρχει επανάσταση.
10. ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΑ ΑΤΟΜΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΑΠ' Ο,ΤΙ ΑΥΤΑ ΤΟΥΣ ΕΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ
Κατά τα τελευταία 50 χρόνια, η ταχεία πρόοδος τής επιστήμης έχει δημιουργήσει ένα αυξανόμενο κενό μεταξύ τών γνώσεων τού κοινού και εκείνων που κατέχουν και χρησιμοποιούν οι κυρίαρχες ελίτ. Χάρη στη βιολογία, στη νευροβιολογία και στην εφαρμοσμένη ψυχολογία, το σύστημα έχει επιτύχει μια εξελιγμένη κατανόηση τών ανθρώπων, τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά. Το σύστημα έχει καταφέρει να γνωρίζει καλύτερα τον «μέσο άνθρωπο» απ' ό,τι αυτός γνωρίζει τον εαυτό του. Αυτό σημαίνει ότι στις περισσότερες περιπτώσεις το σύστημα ασκεί μεγαλύτερο έλεγχο και μεγάλη εξουσία πάνω στα άτομα, μεγαλύτερη από αυτήν που τα ίδια ασκούν στους εαυτούς τους.
Ν.Κ
Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011
Γιανναράς Χρήστος - Η σχέση νικάει τον χρόνο, η χρήση όχι
Posted: 02 Jan 2011 02:03 AM PST |
Φταίει το μέτρο, όχι το μετρούμενο: Το θερμόμετρο, η ζυγαριά, όχι η αιτία που προκάλεσε τον πυρετό, η λαιμαργία που πρόσθεσε το βάρος.
Ηταν κακή η χρονιά που πέρασε, λέει δραματικά ο ολίγιστος πρωθυπουργός μας. Ατυχήσαμε στη ρουλέτα, όμως είχε στραβώσει προκαταβολικά η παρτίδα. Δεν διανοείται την αυτοκριτική, την υποχρέωση να λογοδοτήσει απέναντι στην κοινωνία, δεν έμαθε ποτέ ότι η εξουσία είναι διακονία των κοινών αναγκών, όχι τζόγος στο οικογενειακό του καζίνο. Οι οικογένειες, που κληρονομικά διαχειρίζονται το ελλαδικό φέουδο, μεγαλώνουν στους κόλπους τους τους επόμενους παίκτες του ηδονικού παιχνιδιού, και οι όροι του παιχνιδιού μόνο «επικοινωνιακοί», καθόλου ευθύνη έμπρακτων αποτελεσμάτων της πολιτικής στον κοινό βίο.
Τρεις ή τέσσερις μέρες μετά την επίρριψη των ευθυνών στην «κακή χρονιά», ο πρωθυπουργός προχώρησε στον ανασχηματισμό του προσωπικού του γραφείου. Το συγκροτούν εκατόν πενήντα (ναι, 150) υπάλληλοι: 45 στη «μονάδα» διοίκησης και οργάνωσης. 16 στην «παραγωγή πολιτικής». 13 για τον «επικοινωνιακό σχεδιασμό». 12 στην «παρακολούθηση του κυβερνητικού έργου». 11 υπάλληλοι θα παράγουν «καινοτομίες». 4 θα συντονίζουν «την υλοποίηση συγκεκριμένων προτεραιοτήτων του κυβερνητικού έργου». 10 θα οργανώνουν τον «απευθείας διάλογο του πρωθυπουργού με τους πολίτες». («Τα Νέα», 27/12/2010). Οι υπόλοιποι, ώς τους 150 που αναφέρει στον τίτλο της είδησης η εφημερίδα, μάλλον, με φαραωνικά ριπίδια, θα αναψύχουν τους 111 επιτελείς.
Απίστευτα πράγματα. Οχι απλώς εξωφρενικά (και χυδαία στον αμοραλισμό τους) για μια κοινωνία που βυθίζεται στον πανικό οικονομικής καταστροφής, αλλά και προκλητικά στυγνής ανελπιστίας. Το λαϊκό σώμα δεν αντιδρά, δεν καταλαβαίνει, τα αντανακλαστικά του έχουν οριστικά νεκρωθεί. Παράδειγμα καθόλου μοναδικό, αλλά χαρακτηριστικά ακραίο: Η «λεβεντομάνα» Κρήτη, η «πάντοτε απροσκύνητη», «προπύργιο της δημοκρατίας», «έτοιμη να θυσιαστεί για τη λευτεριά», ψηφίζει τριάντα χρόνια τώρα και θα ψηφίζει εσαεί τη σκλαβιά στην παπανδρεϊκή ασυδοσία, στο πιο εξευτελιστικό του πολίτη και της δημοκρατίας φεουδαρχικό σουλτανάτο. Αν κατόρθωσε κάτι εντυπωσιακό ο παπανδρεϊσμός στην Ελλάδα, είναι η απίστευτη σε έκταση εξηλιθίωση μεγάλων πληθυσμικών ομάδων: Οσο και αν επιχειρηματολογήσει κανείς μοιάζει μάταιο – η λογική σκέψη και κρίση δεν λειτουργούν. Η τραγική για τη χώρα φιγούρα του μειονεκτικού ηγέτη είναι ακόμα ανεκτή, ο λαός καταπίνει όποιον εξευτελισμό και αν του σερβίρουν έντεχνα.
Δεν υπάρχουν καλές και κακές χρονιές, ο χρόνος είναι μόνο μέτρο: «νόημα ή μέτρον… (λέγομεν) τον χρόνον, ουχ υπόστασιν» – το είχαν καταλάβει ο Αντιφών και ο Κριτόλαος, πριν δυόμισι χιλιάδες χρόνια, εμείς μάλλον το αγνοήσαμε. Χάσαμε τη σχέση: τι επομένως να μετρήσει ο χρόνος; Ξέρουμε μόνο τη χρήση και η χρήση γεννάει την ψευδαίσθηση της διάρκειας, της μόνιμης κατοχής. Οσο ευφραντικότερος ο πρωτογονισμός της ηδονής, με κορυφαία τα παραισθησιογόνα της εξουσίας, τόσο βαθύτερος ο βυθισμός στον αυτεξευτελισμό της ιταμότητας. Ο καταληκτήριος λόγος του ολίγιστου κατά τη συζήτηση του Προϋπολογισμού στη Βουλή (κοντεύει μήνας τώρα) θα ’πρεπε να διασωθεί για να θυμίζει στους ανθρωπολόγους των επόμενων αιώνων σε ποια έσχατη αλλοτρίωση και εξευτελισμό έφθασε το κάποτε Γένος των Ελλήνων.
Να προσθέσουμε κάτι, ίσως δύσληπτο για τη νοητική εμβέλεια των συνεπαρμένων από τα ακκίσματα (και τις πομπές) του παπανδρεϊκού στον δύσμοιρο τόπο μας τσίρκου: Ο χρόνος μετράει τη σχέση, μετράει και την αποτυχία της σχέσης. Οταν κατορθώνεται η σχέση, γευόμαστε την ελευθερία από τη μέτρηση, την εμπειρία του «νυν» ως απεριόριστης διάρκειας: Διαβάζουμε τον Αριστοτέλη και είναι σύγχρονος, ακούμε τον Μότσαρτ και τον ψηλαφούμε υπαρκτόν πάντα ανάμεσά μας. Ο,τι ονομάζουμε «ποιότητα» της ζωής, ευαισθησία που τη γεννάει η καλλιέργεια, είναι κάποιες διαστατές απουσίες, για μας υπαρκτές μέσα από τη μετοχή μας στις σχέσεις κοινωνικής συνοχής που υπηρετεί το έργο τους.
Το έργο του Μάνου Χατζιδάκι, του Τσαρούχη, του Πικιώνη, του Καβάφη ιδρύει για τον καθένα μας σχέσεις πάντοτε επίκαιρες, ακατάλυτες από τον χρόνο. Γιατί το έργο τους υπηρετούσε κάτι που ήξεραν ότι τους ξεπερνάει: το «εμείς», όχι το «εγώ», την πατρίδα, όχι το συμφέρον της συντεχνίας. Η σχέση είναι στους αντίποδες της χρήσης, της ιδιοποίησης, της ιδιοτέλειας. Προϋποθέτει η σχέση την παραίτηση από το εγώ, την αυθυπέρβαση, την ανιδιοτέλεια. Γι’ αυτό και νικάει τον χρόνο. Τα άτομα πεθαίνουν, οι σχέσεις διαρκούν.
Στα σχολειά κάποτε αναστρεφόμασταν τους ήρωες και τους ευεργέτες – τους κορυφαίους της αυταπάρνησης. Τα ονόματά τους και το έργο τους σάρκωναν την οικειότητα της «πατρίδας». Καθόλου τυχαία η πασοκική λοιμική (που οργανικό της κομμάτι, αδιαφοροποίητο, είναι και η Ν.Δ.) εξάλειψε από την παιδεία κάθε σχέση με τους υπαρκτούς: τους ήρωες και τους ευεργέτες. Επέβαλαν τη λατρεία της χρήσης, όχι της σχέσης. Τη χρησιμότητα, όχι τη χαρά της κοινωνίας. (Συμπλέουν σήμερα ακόμα και οι αξιωματούχοι της «επικρατούσας θρησκείας»: συνεπαρμένοι από τη χρησιμοθηρία «προνοιακού έργου», ανυποψίαστοι για την ίδια την «εκκλησιαστική» τους ταυτότητα).
Οταν η πολιτική είναι άθλημα ανιδιοτέλειας, αυταπάρνησης, αυτοπροσφοράς, τότε ιδρύει σχέσεις ακατάλυτες από τον χρόνο: το γεγονός της κοινωνίας που δωρίζει ποιότητα ζωής, τη χαρά της συνύπαρξης, τη δυναμική της καλλιέργειας – πράγματα «πολυτίμητα». Οταν παγιδεύεται στη χρήση η πολιτική, σκιαμαχώντας για εντυπωσιασμό «διάρκειας», συμπαρασύρει και τους χρήστες της στον αφανισμό από το πεδίο των σχέσεων. Παράγει πολιτικούς μιας χρήσεως, εφήμερης φήμης: Παπαρήγα μιας χρήσεως, Αλαβάνο μιας χρήσεως συνοπτικά παροδικής, Παπανδρέου, Μητσοτάκηδες, Καραμανλήδες, διάττοντες ανυποψίαστους για την καθαρτήρια δυναμική του χρόνου. Του χρόνου που λιχνίζει το σιτάρι, σκορπίζει στη λήθη το άχυρο.
Αμποτε στην καινούργια χρονιά να γρηγορέψει το ανεμοσκόρπισμά τους. Να μην προλάβει η αρρωστημένη τους ιδιοτέλεια, μικρονοϊκή και τυφλή, να βλάψει περισσότερο τη συνύπαρξή μας. Αν δεν είναι κιόλας πολύ αργά.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)