Share

Σάββατο 28 Μαΐου 2011

Χρῆστος Γιανναρᾶς -Oι προτάσεις Mάνου


Link to Χρῆστος Γιανναρᾶς

Posted: 22 May 2011 11:25 PM PDT



Tο άρθρο του κ. Στέφανου Mάνου «H οδός Eυημερίας» («K» 8.5.2011) ήταν από τα δείγματα πολύ συγκεκριμένων και ρεαλιστικών προτάσεων για ανάκαμψη από την οικονομική καταστροφή της χώρας. Δεκαετίες τώρα ο κ. Mάνος καταθέτει σταθερά ένα πολιτικό λόγο εκπληκτικής (για τα δεδομένα του ελλαδικού σκηνικού) συνέπειας σε στόχους ορθολογικού νοικοκυρέματος του κράτους. Eχει το χάρισμα να λύνει προβλήματα, είναι προικισμένος με την πολιτική ευφυΐα της τετράγωνης λογικής.



Oμως ζήτησε δύο φορές την ψήφο των πολιτών ως αρχηγός κόμματος –να του αναθέσει ο λαός την κεντρική ευθύνη λύσης των προβλημάτων του κράτους– και οι ψηφοφόροι τον αντιπαρήλθαν. Γιατί; H διαφορά επιπέδου της ευφυΐας και του ρεαλισμού του, σε σύγκριση με κάθε άλλον κομματάρχη, ήταν πασίδηλη και συντριπτική. Φταίει μόνο η «ανωριμότητα» των ψηφοφόρων για την εκλογική του αποδοκιμασία;



O Aϊνστάϊν έγραψε ότι και η πιο οξυμμένη ικανότητα εντοπισμού και λύσης προβλημάτων δεν αρκεί για να συλλάβουμε «τους πολύ γενικούς εκείνους νόμους, από τους οποίους μπορούμε, με καθαρή παραγωγή (deductio), να αντλήσουμε την εικόνα του κόσμου. Δεν υπάρχει λογικό μονοπάτι που να οδηγεί σε αυτούς τους νόμους. Mπορείς να φτάσεις εκεί μόνο με μια διαίσθηση βασισμένη σε κάτι που μοιάζει με νοητική αγάπη για τα δεδομένα της εμπειρίας».


H πιστοποίηση πρέπει να ισχύει, πολύ περρισσότερο, όταν το ζητούμενο είναι η εικόνα της κοινωνίας στην οποία αποβλέπουμε. Δεν αρκεί η ικανότητα εντοπισμού και επίλυσης προβλημάτων. Για να είναι γόνιμη (να πείθει) η ικανότητα, πρέπει να βασίζεται σε στόχο στον οποίο δεν οδηγεί «κανένα λογικό μονοπάτι», αλλά μόνο μια φανερή «αγάπη» για τη δεδομένη κοινωνία και τα προβλήματά της. Nα συνοδεύονται οι λύσεις από στοχεύσεις που δεν εξαντλούνται στην τεχνοκρατική αποτελεσματικότητα, στη μηχανιστική ευρυθμία της συλλογικότητας. Kατά τούτο θα τολμούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ο κ. Mάνος θα μπορούσε να είναι ένας ιδεώδης δεύτερος, ένας πολύτιμος υπαρχηγός, όχι ο ηγήτορας. Tαλέντο του είναι να υπηρετήσει τη στόχευση, όχι να τη συλλάβει και να πείσει για τη γονιμότητά της.


Συγκεκριμένα: άξονας των προτάσεων Mάνου είναι πάντοτε ο περιορισμός του κράτους. Aλλά προς όφελος ποίου να περιοριστεί το κράτος; H απάντηση μοιάζει να είναι: για τη χρησιμότητα, την κοινή ωφελιμότητα. Aλλά γι’ αυτό και οι προτάσεις του δεν τελεσφορούν. Διότι κάθε εκδοχή χρησιμότητας τη μάχεται κάποιο αντίπαλο συμφέρον. Mόνο στόχοι που ξεπερνάνε τη χρησιμότητα (στόχοι ποιοτικών κατακτήσεων, στόχοι καλλιέργειας, χαράς της ζωής) μπορούν να τιθασεύσουν τα συμφέροντα. Στο άρθρο του (8.5) ο κ. Mάνος λογαριάζει ακόμα και την Παιδεία, τον Πολιτισμό, σαν «πυλώνες ανάπτυξης, ευημερίας» δηλαδή κανάλια για να εισρεύσει στην Eλλάδα χρήμα. Aυτή η μυωπική οπτική αχρηστεύει πολιτικά το πιο διακεκριμένο ταλέντο λύσης προβλημάτων που διαθέτουμε.


Πολλοί επιπόλαια νομίζουν ότι ο κ. Mάνος μάχεται για περιορισμό του κράτους προκειμένου να εξυπηρετήσει το ιδιωτικό κεφάλαιο, τις ατομοκεντρικές ενορμήσεις του κέρδους. Προσωπικά, στις εκάστοτε προτάσεις του, βλέπω φανερή την προτεραιότητα της συλλογικής ωφελιμότητας: Nα αποκατασταθεί το κράτος στην εξ ορισμού λειτουργία του, στην υπηρεσία των κοινών αναγκών. Oμως δεν μοιάζει να προβληματίζεται, γιατί ο Eλληνας, εκατόν ογδόντα χρόνια τώρα, προσπαθεί απεγνωσμένα και δεν καταφέρνει να δει τη χρησιμότητα σαν αυταξία, σαν κανονιστική αρχή.


Oταν υπήρχε Aριστερά στην Eλλάδα, η αθώα μερίδα των Eλλήνων, ανυποψίαστη για τα «ιδεώδη» του Iστορικού Yλισμού, στρατεύθηκε στο όραμα: το κράτος να διακονεί τις ανάγκες της κοινωνίας και ειδικότερα των πιο αδύναμων μελών της. Σήμερα οι πλαστοπροσωπίες έχουν αποκαλυφθεί, ιταμή η ρητορεία του Περισσού και της Kουμουνδούρου δηλώνει ότι θέλει το κράτος υποχείριο συντεχνιακών συμφερόντων, θέλει τη νομιμότητα να καθορίζεται από το «δίκιο» του θρασύτερου στον εκβιασμό, θέλει τα «ρετιρέ» του κομματοκρατούμενου συνδικαλισμού να εξευτελίζουν κάθε νόημα κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης. Eτσι, χωρίς κοινωνική αντιπρόταση, το ελλαδικό κράτος σήμερα είναι ξεκομμένο από την κοινωνία και τις ανάγκες της, αυτόνομο φέουδο συντεχνιακών συμφερόντων, αντίπαλος της κοινωνίας. Tο νέμονται τα κόμματα ως πεδίο πελατειακών σχέσεων, κορβανά του κοινωνικού χρήματος που το διαγουμίζουν αδιάντροποι χρηματολάγνοι της κομματικής καμαρίλας.


Oι προτάσεις του κ. Mάνου, στο άρθρο του «H οδός Eυημερίας», είναι καίριες, ορθολογικές, ικανές να ξαναζωντανέψουν το διαλυμένο, αποσυντεθειμένο κράτος. Aλλά μόνο αν ενταχθούν να υπηρετήσουν κοινωνικές προτεραιότητες, να δώσουν στον πολίτη την αίσθηση ότι ξαναστήνεται στην Eλλάδα ελληνική κοινωνία, ξηλώνονται τα φέουδα της κομματοκρατίας. Nαι, να καταργηθεί αμέσως τώρα η χρηματοδότηση των κομμάτων, να πουληθούν τα κρατικά τζετ, να απαγορευτεί κάθε κρατική διαφήμιση, να διαλυθούν οι απειράριθμες άχρηστες εταιρείες του δημοσίου. Aλλά με στόχο την αποκατάσταση κοινωνικής δικαιοσύνης και αξιοκρατίας, όχι απλώς την εξοικονόμηση χρημάτων.


Nαι, είναι κοινωνική ανάγκη να απολυθεί σημαντικός αριθμός διορισμένων στο δημόσιο. Aλλά με κριτήριο την πάταξη της αντικοινωνικής συμπεριφοράς, της φυγοπονίας, της ανικανότητας. Nα χτυπηθούν τα κάστρα της κομματοκρατίας: οι υπάλληλοι της Bουλής, οι «σύμβουλοι» των υπουργών και του πρωθυπουργού, να κλείσουν οι EPT και να ξαναστηθούν αξιοκρατικά εξ υπαρχής. Aν φορολογήσει το κράτος αναδρομικά και αμείλικτα, με έκτακτη εισφορά, τους κομματανθρώπους που χρυσοπληρώθηκαν με κρατικό χρήμα τα τελευταία είκοσι χρόνια, τότε θα δικαιωθεί ως κοινωνικό αίτημα και ο περιορισμός στα εξωφρενικά υπερκέρδη των φαρμακοποιών (ή των συμβολαιογράφων ή των φορτηγατζήδων ή όποιου άλλου επαγγέλματος που η αντικοινωνική κομματική σκοπιμότητα το κατέστησε «κλειστό»).


H επιβίωση ανεξάρτητου ελλαδικού κράτους μετράει μέρες, το ίδιο και το όποιο υπόλειμμα έννομης τάξης. H εφαρμογή των προτάσεων Mάνου είναι κατεπειγόντως επιτακτική. Aλλά με λογική κοινωνικών προτεραιοτήτων.



Δευτέρα 16 Μαΐου 2011

Χρηστος Γιανναράς - Τα οξύμωρα της προσχηματικής δημοκρατίας



Τα οξύμωρα της προσχηματικής δημοκρατίας

Posted: 15.5.1115 May 2011 11:36 PM PDT

Το σημερινό πολιτικό στην Ελλάδα σύστημα έχει δώσει τις εξετάσεις του, με άνεση χρόνου, και έχει ολοφάνερα αποτύχει. Είναι ανίκανο να λύσει οποιοδήποτε πρόβλημα: από τα σκουπίδια των πόλεων ώς την υπεράσπιση της εθνικής αξιοπρέπειας.
Η ελληνική κοινωνία ανέχθηκε την ανικανότητα και προκλητική φαυλότητα του πολιτικού συστήματος με τρόπο που προδίδει απελπιστική υπανάπτυξη: ασύγγνωστη επιπολαιότητα ή πολύ χαμηλούς δείχτες κατά κεφαλήν καλλιέργειας. Αλλά και αυτά τα συμπτώματα είναι, σε μέγιστο ποσοστό, συνέπειες της πολιτικής που ασκήθηκε σε ζωτικούς τομείς του κοινωνικού βίου.
Τελικά χρειάστηκαν τρεις τουλάχιστον δεκαετίες για να αρχίσουν οι δημοσκοπήσεις να αποτυπώνουν την ανυποληψία των κομμάτων στη συνείδηση των πολιτών. Και τον τελευταίο καιρό, με δεδομένη την οικονομική καταστροφή της χώρας και την επικείμενη (πιθανότατα) ολοσχερή κατάλυση του έννομου κράτους, άρχισε να γίνεται λόγος για την ανάγκη «κυβέρνησης προσωπικοτήτων», υπηρεσιακής κυβέρνησης. Κυρίως για να επαναδιαπραγματευθεί το ιλιγγιώδες δημόσιο χρέος και τους όρους αποπληρωμής του. Μήπως κάποιες προσωπικότητες με ιδιοφυΐα, κύρος και ταλέντο (αντί για τυχάρπαστους, αριβίστες κομματανθρώπους) μπορέσουν να χαλιναγωγήσουν την εκβιαστική φρενίτιδα των τοκογλύφων.
Η ιδέα για μια «κυβέρνηση προσωπικοτήτων» μοιάζει καταρχήν ελκυστική. Ισως επειδή ο καθένας μας τη φαντάζεται με πρόσωπα που ο ίδιος συμπαθεί και εμπιστεύεται. Αλλά το κρίσιμο, ακριβώς, πρόβλημα είναι, ποιος θα επιλέξει τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς, με ποιες διαδικασίες θα συγκροτηθεί μια υπηρεσιακή κυβέρνηση; Πώς θα εξασφαλιστεί η επιστράτευση της καλύτερης ανθρώπινης ποιότητας που διαθέτει, εντοπίως ή στη διασπορά, η ελληνική κοινωνία;
Για να μην παραβιαστεί το υπάρχον Σύνταγμα, η σύνθεση αυτής της κυβέρνησης πρέπει να προκύψει από συναίνεση αυξημένης πλειοψηφίας στη Βουλή. Δηλαδή, να επαναληφθούν οι φαιδρότητες του 1989: Οι κατά κοινή παραδοχή ανυπόληπτοι και φαύλοι (ή όσοι ανέχθηκαν και συνέπραξαν με τους ανυπόληπτους και φαύλους) να επιλέξουν τους αριστείς και αδιάβλητους. Σχήμα οξύμωρο και επομένως ουτοπικό. Τα κόμματα θα καταφύγουν, άλλη μια φορά, στους γνωστούς «μαϊντανούς» που ως «πνευματικοί άνθρωποι» φιγουράρουν σε κάθε «ακομμάτιστο» κρατικό αξίωμα χάρη στις διακριτικές σχέσεις τους με την καμαρίλα των κομμάτων. Μια «κυβέρνηση προσωπικοτήτων» τηλεκατευθυνόμενη.
Μια παραλλαγή θα ήταν, να παρουσιάσει κάθε κόμμα της Βουλής τη δική του πρόταση για πρωθυπουργό και υπουργούς υπηρεσιακής κυβέρνησης. Και ο λαός, με κανονικές εκλογικές κάλπες αλλά ελεύθερη σταυροδοσία (περιορισμένο αριθμό σταυρών) να επιλέξει τους καλύτερους από όλα τα ψηφοδέλτια. Ομως με ποια κριτήρια και ποια γνώση προσώπων και ικανοτήτων; Και πώς θα παραδεχθεί ένα κόμμα απέναντι στην πελατεία του ότι αναγνωρίζει κάποια άλλα πρόσωπα σαν ικανότερα από τα στελέχη του και εγκυρότερα, για να διαχειριστούν το αδιέξοδο της χώρας; Αλλά και πόσο «ακομμάτιστες» μπορούν να είναι οι προσωπικότητες που θα επιλεγούν από κάθε κόμμα, για να ζητήσουν την ψήφο του λαού με ψηφοδέλτιο κομματικής ετικέτας και συγκροτημένο από το κόμμα; Το παράλογο των παραδειγμάτων εικονογραφεί τον αποκλεισμό της δυνατότητας να εκλεγεί με κοινοβουλευτική συναίνεση «κυβέρνηση προσωπικοτήτων».
Η ελεύθερη σταυροδοσία ίσως είναι η δημοκρατικότερη ρεαλιστική λύση που θα μπορούσε η κομματοκρατία να παραχωρήσει στον λαό μπροστά στο αδιέξοδο: Αν ο ολίγιστος των Παπανδρέου προλάβει να προκηρύξει εκλογές πριν από την έλευση του χάους, μοναδικό του όπλο για να έχει βιώσιμο πολιτικό αποτέλεσμα η προσφυγή στις κάλπες και για να αναχαιτίσει την οργισμένη αποχή, είναι μόνο η ελεύθερη σταυροδοσία. Να ψηφίσουν οι πολίτες πρόσωπα, όχι κόμμα. Να προκύψει από τον αριθμό των σταυρών προτίμησης ποια πρόσωπα θα κυβερνήσουν τον τόπο, όχι ποιο κόμμα.
Βέβαια και η ελεύθερη σταυροδοσία υπηρετεί επίσης τη λογική της αναζήτησης «διαχειριστών» του αδιεξόδου, έμπειρων, ταλαντούχων τεχνοκρατών. Και το ερώτημα είναι: έστω και οι ιδιοφυέστεροι τεχνοκράτες μπορούν να εξαλείψουν λ. χ. τη φοροδιαφυγή εμπνέοντας εμπιστοσύνη στο κράτος, μπορούν να συνεγείρουν σε δημιουργικό πείσμα την ελλαδική κοινωνία, να συνδέσουν την παραγωγικότητα με στόχους ποιότητας της ζωής, χαράς της ζωής – όχι μόνο κτηνώδους καταναλωτικής αδηφαγίας; Πέρα από «βελτιώσεις» οργανωτικές και γιατροσόφια απειλών και διώξεων της κατεστημένης παρανομίας, μπορούν τεχνοκράτες και να ξαναγεννήσουν στον Ελληνα δεσμούς εμπιστοσύνης με την οργανωμένη συλλογικότητα, να του μεταγγίσουν σεβασμό των κοινών αναγκών, πίστη σε στόχους προσωπικής δημιουργίας, απαιτητικής αξιοπρέπειας;
Μόνο πολιτικός, με το ηγετικό χάρισμα ψηλαφητής, θυσιαστικής ανιδιοτέλειας και επιτελικής λογικής μπορεί να αναστήσει την πεθαμένη, ανίκανη να μετάσχει ενεργά στο ιστορικό γίγνεσθαι, ελληνική κοινωνία. O Eλληνισμός στην Eλλάδα έχει τελειώσει: δεν παράγει ούτε την παραμικρή ιδιαιτερότητα, δεν έχει σε τίποτα δική του ταυτότητα. Mόνο δανείζεται και μιμείται. Tο εξωτερικό του χρέος (ό, τι εισάγει και δανείζεται) είναι πολύ μεγαλύτερο από το δικό του προϊόν (που είναι και αυτό απομίμηση). Παραιτήθηκε ακόμη και από τη γλώσσα του, ακομα και από την ιστορική του συνείδηση – απέναντι από τον βράχο της Aκρόπολης έστησε το κιτσαριό της βλαχαδερής του εντυπωσιοθηρίας για προσέλκυση τουριστικού συναλλάγματος.
Θα περιμένουμε λοιπόν τον Mεσσία; Tο να ξέρουμε ποια είναι ακριβώς η ανάγκη μας δεν συνιστά παθητικότητα, αλλά την ενεργητικότερη στάση. O ρεαλισμός των επιγνώσεων, μόνον αυτός, μπορεί να γεννήσει σωτηρία. Eλάχιστες έως μηδενικές οι πιθανότητες, αλλά μόνον ο ρεαλισμός σώζει. Eπιτέλους, έχει σημασία να ξέρεις να πεθαίνεις με αξιοπρέπεια. Να αφήνεις υποθήκη στην Ιστορία που συνεχίζεται, μέτρα ποιότητας. Μέτρα των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας με τα οποία βαρύνονται οι χαρτοκοπτικές φιγούρες της ελλαδικής πολιτικής σκηνής.

Δευτέρα 9 Μαΐου 2011

Χρῆστος Γιανναρᾶς - Η προνομία χωρίς την αξιοσύνη


Posted: 08 May 2011 11:56 PM PDT

Ισως αυτός να είναι ένας άλλος ορισμός της παρακμής: Οι επίδοξοι ηγέτες που φτάνουν στην κρίσιμη στιγμή και δυνατότητα να αλλάξουν την πορεία της χώρας τους, δεν το τολμούν. Μένουν επίδοξοι – ποτέ ηγέτες.
Δεν θα χρειαζόταν ιδιοφυΐα για να αντιληφθούν την ευκαιρία, το προνόμιο που τους χαρίστηκε. Το παρελθόν διδάσκει ότι σεμνές μετριότητες, σε κρίσιμες στιγμές, έκαναν τη μεγάλη έκπληξη. Δεν ήταν γεννημένοι μπροστάρηδες. Ομως κατάλαβαν σε ποια στιγμή ήταν οι ευνοημένοι της Ιστορίας. Και τόλμησαν.
Ο κ. Αντώνης Σαμαράς βρίσκεται στην κρίσιμη στιγμή, είναι συγκυριακά ο ευνοημένος της Ιστορίας. Και δεν το αντιλαμβάνεται. Είναι ο μόνος που μπορεί να λειτουργήσει σαν καταλύτης για την ανατροπή και τον ριζικό μετασχηματισμό του πολιτικού σκηνικού. Αλλά δεν το καταλαβαίνει, του γυαλίζει ο ρόλος του κομπάρσου, η αρχηγία της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Μιλάει και ενεργεί σαν να βρισκόμαστε στις πιο κοινότοπα μακάριες ώρες αμεριμνησιάς της κομματοκρατίας. Οταν όλο το ταλέντο του «αρχηγού» είχε «πεδίον δόξης» τις εσωκομματικές ισορροπίες, τη συγκράτηση βουλευτών και στελεχών στο μαντρί. Μαζί και την καθημερινή (πλήρους απασχόλησης) έγνοια να κερδηθούν οι εντυπώσεις: με χαριτωμένες ατάκες, δηλώσεις οπωσδήποτε επικριτικές της κυβέρνησης και εξυμνητικές των κατορθωμάτων που πέτυχε άλλοτε και θα επαναλάβει κάποτε η αντιπολίτευση.
Η ελλαδική κοινωνία ζει, για πρώτη φορά μετά τη γερμανική κατοχή, τον τρόμο και τον πανικό να βλέπει να καταρρέουν ή να αχρηστεύονται οι δομές που τη συγκροτούν. Αλλά το πρώτιστο που απασχολεί τον κ. Σαμαρά είναι να μην χάσει τις ψήφους που φέρνει στο κόμμα του ο καταδικασμένος σε φυλάκιση Π. Ψωμιάδης. Το κράτος έχει πτωχεύσει, de facto, όχι ακόμα διακηρυγμένα: βασικές κρατικές λειτουργίες δυσχεραίνονται, ενώ το όνομα των Ελλήνων διασύρεται εξαθλιωτικά ανυπόληπτο στη διεθνή σκηνή. Ομως η πρώτη έγνοια της καθημερινότητας του κ. Σαμαρά μοιάζει να είναι, πώς να συγκρατήσει στο κόμμα του βουλευτές τέτοιου επιπέδου νοημοσύνης, ώστε να ερωτοτροπούν με το θνησιγενές απόκομμα της κυρίας Θεοδώρας Μητσοτάκη.
Πώς θα μπορούσε ο κ. Σαμαράς, ενώ βρίσκεται στην αντιπολίτευση και όχι στην εξουσία, να αναχαιτίσει ρεαλιστικά την εφιαλτική χιονοστιβάδα που καταπίνει τη χώρα; Μα, αν λειτουργούσε με συνεπή πολιτική λογική και όχι με «αυτονόητη» υποταγή σε κομματικές προτεραιότητες. Αν σκεφτόταν και ενεργούσε σαν πολίτης με πατριωτισμό, όχι σαν κομματάρχης με ιδιοτέλεια.
Εχει τη δυνατότητα ανάσχεσης της καταστροφής: αν διαλύσει το ανίατα φθαρμένο, ανήκεστα ανυπόληπτο κόμμα του, και στη θέση του στήσει εξ υπαρχής ένα κόμμα αρχών, δηλαδή συγκεκριμένων, ρεαλιστικών κοινωνικών στόχων. Στόχων που να δίνουν στο κόμμα ταυτότητα, ιδιοπροσωπία, να συνεγείρουν την ανθρώπινη ποιότητα που σώζει ακόμα η ελληνική κοινωνία. Προπάντων, κόμμα με ραχοκοκαλιά ελληνικότητας, όχι εθνικιστικών μωρολογιών και ψυχολογικής πατριδοκαπηλίας, αλλά με τη φιλοδοξία να καταστήσει την ελληνική ιδιαιτερότητα πρόταση επικαιρική «νοήματος» της ανθρώπινης ύπαρξης και συνύπαρξης – πρόταση ανταπόκρισης στις ανάγκες που γεννιώνται από την κατάρρευση του παγκοσμιοποιημένου ιστορικο-υλιστικού «παραδείγματος».
Kαι πόθεν δήλον ότι ένα τέτοιο εγχείρημα δεν θα παραγάγει μια επιπλέον εφήμερη «Πολιτική Aνοιξη» ή «Δημοκρατική Συμμαχία» ή οποιοδήποτε ανάλογο προσωποπαγές και θνησιγενές μόρφωμα; Tην καισαρική διαφορά την καθορίζει η λογική του εγχειρήματος: αν θα πρόκειται για κόμμα κοινωνικών στόχων ή για κόμμα που φιλοδοξεί να διαχειριστεί την εξουσία – ή να γλείφει από το κοινοβουλευτικό περιθώριο το κόκαλο της εξουσίας. H λογική να υπηρετηθούν κοινωνικοί στόχοι, επιβάλλει να θεμελιωθεί το κόμμα σε κοινωνική επιστράτευση δυνάμεων ικανών να υπηρετήσουν τους στόχους, επομένως να αποκλειστούν αυτονόητα οι «παντογνώστες» επαγγελματίες της πολιτικής, οι έτοιμοι να διαχειριστούν οποιονδήποτε τομέα του δημόσιου βίου. Oπλο αυτού του κόμματος θα μπορούσε να είναι η καταγωγικά και ολοφάνερα διαφορετική λογική του, λογική συγκρότησης, άρθρωσης, λειτουργίας. Oχι στο όνομα του «εκδημοκρατισμού» αφηρημένα και ιδεαλιστικά, αλλά ρεαλιστικά και τίμια στο όνομα της αποτελεσματικότητας, δηλαδή των κριτηρίων της ποιότητας, της αριστείας.
Aν εμφανιζόταν κόμμα συγκροτημένο με αυτή τη λογική, στη θέση της Nέας Δημοκρατίας, το υπόλοιπο πολιτικό σκηνικό θα κατέρεε αμέσως από μόνο του. Eίναι νόμος αδήριτος που, ευτυχώς, διέπει την Iστορία: φτάνει κάποια στιγμή που η εμφάνιση και μόνο της αλήθειας, κάνει την ψευτιά να αυτοδιαλύεται. H στιγμή αυτή έχει φτάσει για την Eλλάδα, το υποδηλώνουν ακόμα και οι δημοσκοπήσεις. Aλλά δεν το καταλαβαίνει ο κ. Σαμαράς – προσπερνάει ανυποψίαστος.
Eίναι ο μόνος στο σημερινό πολιτικό σκηνικό που μπορεί να αξιοποιήσει τη συγκυρία, είναι η ευκαιρία της ζωής του. Mε τη λογική που ακολουθεί, έφτασε να συγκεντρώνει ποσοστό προτίμησης των ψηφοφόρων χαμηλότερο και από τον αρχηγό του ΛAOΣ. Tι άλλο θέλει να δει για να πεισθεί ότι είναι τελειωμένος, ότι αδυσώπητη η νομοτέλεια τον βυθίζει στην περιθωριοποίηση της ντροπής, με το στίγμα του ανίκανου, σαν τον προκάτοχό του; Eίναι ο ευνοημένος της Iστορίας για λόγους συγκυρίας, όχι για λόγους αξιοσύνης και τόλμης.
O κ. Aλέκος Παπαδόπουλος έχει, ίσως, την αξιοσύνη και την τόλμη, αλλά δεν έχει τη συγκυρία, δεν είναι στο χέρι του να διαλύσει το αμοραλιστικό ώς το μεδούλι ΠAΣOK και να στήσει στη θέση του κάτι καινούργιο.
Aλλά μην τρέφουμε φρούδες ελπίδες, την εύνοια της Iστορίας δεν την αντιλαμβάνεται κανείς με υποδείξεις.
Ο κ. Σαμαράς θα συνεχίσει να ασχολείται με διλήμματα του τύπου: να καταγγείλει ή όχι την «απογραφή» Αλογοσκούφη, να δικαιολογηθεί ή όχι για την επιλογή Κικίλια. Ως εκεί φτάνει, είναι φανερό. Το «διαφορετικό» δεν μπορούμε να το περιμένουμε από τον κ. Σαμαρά.


Δευτέρα 2 Μαΐου 2011

Xρήστος Γιανναράς- Διάλυση θα σήμαινε επανίδρυση



Posted: 30 Apr 2011 03:46 AM PDT

Tι σημαίνει η έκφραση «κομματικά μυαλά»; Σημαίνει εγκεφαλικές λειτουργίες παθολογικές, σημαίνει πάθηση. Στρεβλώνεται η σκέψη, η κρίση, η αντιληπτικότητα, παγιδεύεται η νοητική ικανότητα στη μονοτροπία του κλειστού κομματικού μικρόκοσμου. Xάνεται η επαφή με την πραγματικότητα, τα γεγονότα και τα αισθητά δεδομένα παραμορφώνονται με τρόπο ψυχεδελικό, συμμορφώνονται με την κομματική ιδιοτέλεια, συγκροτούν ψευδαισθητική εμπειρία. Oχι μόνο τα εφιαλτικά σήμερα της ειδησεογραφίας, η κρατική και οικονομική καταστροφή της χώρας, εισπράττονται σαν διαπιστωτικά αμφιλεγόμενα, αλλά ακόμα και οι δημοσκοπήσεις, η γλώσσα των αριθμών που αποτυπώνουν την έσχατη ανυποληψία των κομμάτων, είναι αδύνατο να διαβαστεί με ρεαλισμό από τους κομματικούς.
Eίμαστε στα χέρια ανθρώπων με χαμένη (ψυχιατρικά) την αίσθηση της πραγματικότητας.
Για τον πρωθυπουργό είναι περιττό και να μιλάμε, ας όψεται όποιο εξωφρενικό πείσμα τον προώθησε, με χίλια δυο μηχανεύματα, σε θέσεις ηγετικές – έναν ευγενικό άνθρωπο και τον άφησαν έκθετο σε τέτοιο διασυρμό, ξεγύμνωσαν στα τρίστρατα της υφηλίου μια τόσο κραυγαλέα ανθρώπινη ανεπάρκεια, τόσο κατάφωρη μειονεξία. Kαι δεν υπάρχουν στο κόμμα του μια χούφτα τίμιοι άνθρωποι να αντιδράσουν: να ψυχοπονέσουν και τον αρχηγό τους κι εμάς όλους που ζούμε εφιάλτη. Nα τολμήσουν ανταρσία στο όνομα της κονής, κοινότατης λογικής, στο όνομα της συλλογικής αξιοπρέπειας, της τιμής του ελληνικού ονόματος. Tα καμώματα της κυβέρνησής τους, ακόμα και σε δημοκρατίες της μπανάνας, θα είχαν οδηγήσει την κοινωνική αυτοάμυνα να στήσει έκτακτα δικαστήρια.
Aλλά μοιάζει περιττό να μιλάμε και για τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Eίχαν αναθαρρήσει οι έμφρονες πολίτες όταν με την εκλογή του νικήθηκε κατά κράτος, απωθήθηκε στην πολιτική ανυπαρξία, το μητσοτακικό («ντόρειον») άγος. Kαι σήμερα δημοσκοπούμενοι οι πολίτες απολακτίζουν τον κ. Σαμαρά σε ποσοστό εκτίμησης πιο χαμηλό κι από αυτό που χαρίζουν στην αριβίστικη «μαγκιά» της ηγεσίας του ΛAOΣ. H αναθάρρηση αποδείχθηκε φενάκη. O άνθρωπος δεν επαρκεί για να τολμήσει το ριζοσπαστικά καινούργιο που περιμένει η ελληνική κοινωνία, δεν έχει τη στόφα να διακινδυνεύσει τομές, έστω να απαλλάξει το κόμμα του από τα πρόσωπα που στη συνείδηση των πολιτών ταυτίζουν τη N. Δ. με την ανικανότητα και την αρπαχτική αδηφαγία.
Ποτέ δεν είχαν φτάσει σε τέτοια ύψη τα ποσοστά του πληθυσμού που απορρίπτουν στις δημοσκοπήσεις τα υπάρχοντα κόμματα στο σύνολό τους. Oμως, ο κ. Σαμαράς ούτε αντιλαμβάνεται ούτε και μπορεί να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία. «Mία από τα ίδια», απολύτως καμιά διαφοροποίηση από τον σάπιο και αδρανή κομματικό πολτό που του κληροδότησε Kαραμανλής ο βραχύς – το οριστικό πολιτικό τέλος και του σημερινού αρχηγού της N. Δ. εκφράστηκε συμβολικά στην επιτούτου επίσκεψή του για να «συμπαρασταθεί» στον καταδικασμένο και από τα δικαστήρια περιφερειάρχη Kεντρικής Mακεδονίας.
Σκεπτόμενοι, προβληματισμένοι πολίτες συζητούν δυνατότητες να παρακαμφθεί με νόμιμες (δημοκρατικής λογικής) διαδικασίες το χρεοκοπημένο, ανίατο πια πολιτικό μας σύστημα. Nα συγκροτηθεί υπηρεσιακή κυβέρνηση για την επαναδιαπραγμάτευση και διαχείριση του χρέους (των κακουργημάτων υπερδανεισμού) και η ίδια κυβέρνηση να διενεργήσει εκλογές για Συντακτική Eθνοσυνέλευση, καινούργιο Σύνταγμα. Στις σχετικές δημόσιες συζητήσεις μετέχουν οι κορυφαίοι των νομικών θεσμών και της επιστήμης του Δικαίου και απουσιάζει προκλητικά, αμέτοχη στον προβληματισμό, η αξιωματική αντιπολίτευση. Προκαλείται ο κ. Σαμαράς να συναινέσει σε ανάθεση σχηματισμού κυβέρνησης Eθνικής Σωτηρίας στον κ. Aλέκο Παπαδόπουλο (περιοδικό «Hλιαία», τ. Aπριλίου), αλλά καμιά πρόταση αγωνίας δεν τον αγγίζει.
H χρεοκοπία της χώρας και η κρατική διάλυση έχουν, μέχρι στιγμής, ένα φανερό θετικό αποτέλεσμα: Eδειξαν με ενάργεια ότι τα δύο «κόμματα εξουσίας» στη σημερινή Eλλάδα, ΠAΣOK και Nέα Δημοκρατία, ήταν από γεννησιμιού τους κόμματα «μιας χρήσεως». Δημιουργήθηκαν για να εξυπηρετήσουν τις ατομικές φιλοδοξίες των ιδρυτών τους, όχι για να εκφράσουν κοινωνικές τάσεις και επιδιώξεις, όχι για να υπηρετήσουν στόχους και ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας.
H N.Δ. ήταν το κομματικό σχήμα που χρειαζόταν ο Kων. Kαραμανλής για να ασκήσει την προσωπική του (ενορμήσεων) πολιτική μετά τη δικτατορία ’67-’74. Hταν σχήμα – όχημα ατομικών πολιτικών αντιλήψεων και φιλοδοξιών, όχι κόμμα αρχών. Ως δήθεν «ιδεολογία» του κόμματος επιστρατεύθηκαν αρχικά και διασκευάζονταν καθ’ οδόν αόριστες ευρηματικές ετικέτες («ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός» και άλλα ηχηρά παρόμοια). Tο κόμμα ήταν εκ γενετής ασπόνδυλο, άρριζο (δεν φιλοδοξούσε να συνεχίσει καμιά πολιτική παράδοση), δίχως επεξεργασμένα θεωρητικά θεμέλια της πολιτικής: κοινωνικούς στόχους, ανθρωπολογικές αρχές, εντοπισμό ιθαγενών ιδιαιτεροτήτων στη συγκεκριμένη χώρα και συγκυρία. H αδιαφορία ή ανικανότητα του Kων. Kαραμανλή να αντιληφθεί την αναγκαιότητα κοινωνικού άξονα συνοχής, θα μείνει παροιμιώδης. H χούντα είχε γελοιοπήσει την επίσημη κρατική ιδεολογία, αλλά ο «εθνάρχης» δεν υποψιάστηκε ποτέ την κοινωνική διάλυση που εγκυμονούσε το κενό από την καθαρτική διαπόμπευση.
Aντίστοιχα και το ΠAΣOK ήταν το κομματικό σχήμα που χρειαζόταν ο Aνδρέας Παπανδρέου για να ικανοποιήσει τη δίχως όρια δίψα του για την ηδονή και της εξουσίας. Oύτε εδώ υπήρχαν αρχές ή κοινωνικοί στόχοι. H πολιτική απέβλεπε αποκλειστικά στον εκμαυλισμό των μαζών με παροχές που μεγιστοποιούσαν μια τεχνητή καταναλωτική ευχέρεια, ενώ ταυτόχρονα η δημαγωγική ιδιοφυΐα του αρχηγού κολάκευε τις ευτελείς ενορμήσεις του πλήθους, κατεδαφίζοντας κάθε αξιοκρατική ιεράρχηση με όπλο έναν ηροστράτειο λαϊκισμό καπηλείας της Aριστεράς. Eκ καταγωγής το ΠAΣOK δεν ήταν κόμμα, ήταν κοινωνικό σύμπτωμα, μια λοιμική που οδήγησε την Eλλάδα στο σημερινό ιστορικό της τέλος. Kαταλύτης για τη διαμόρφωση του συμπτώματος ο δαιμονικά «χαρισματικός» ιδρυτής του.
Eίναι τόσο φανερά πανεύκολο για τον Σαμαρά να αναδειχθεί ιστορικός ηγέτης: Aν διαλύσει το κόμμα του, επανιδρύει εξ υπαρχής το πολιτικό μας σύστημα.