Η Ελλάδα είναι λογικά αδύνατο να συντονιστεί στο ντόμινο των εξεγέρσεων της Τυνησίας, της Αιγύπτου, της Υεμένης της Ιορδανίας. Γιατί στην Ελλάδα δεν υπάρχουν (ακόμα) πεινασμένοι, την όποια (ελάχιστη) κοινωνική αναταραχή την προκαλεί η απληστία, όχι η πείνα. Οσοι επώδυνα στερούνται, δεν έχουν «ακόμα» εκδηλωθεί – πώς να τολμήσουν απεργία, επομένως και διαδήλωση, οι εξαθλιωτικά χαμηλόμισθοι του ιδιωτικού τομέα; Απεργούν και διαδηλώνουν οι προνομιούχοι κανακεμένοι του δημοσίου, οι ευνοημένοι των πελατειακών σχέσεων της κομματοκρατίας. «Εξεγείρονται» όσοι μπορούν γκανγκστερικά να εκβιάσουν. Οχι τους εξουσιαστές της χώρας, αλλά την άφωνη φωτοχολογιά. Απεργούν οι πρωταθλητές της κερδεμπορίας φαρμακοποιοί, οι μηχανοδηγοί του ΟΣΕ με 120.000 ευρώ ετησίως, οι εργαζόμενοι στα λεωφορεία, στο μετρό, στα ΗΛΠΑΠ με μισθούς διπλάσιους (τουλάχιστον) της σύνταξης καθηγητών πανεπιστημίου.
Στην Ελλάδα αποκλείεται κοινωνική εξέγερση, γιατί τίποτα πια δεν κοινωνείται. Ούτε καν η απόγνωση. Δεν υπάρχει ούτε ο ελάχιστος ιστός κοινωνικής συνοχής, το μόνο που συντονίζει απρόσωπες μονάδες πολτώδους μάζας είναι οι συγκλίνουσες απληστίες. Ο Ελλαδίτης μοιάζει να έχει εκπέσει στην έσχατη υποστάθμη βαρβαρικής εξατομίκευσης: Κάθε «εγώ» απαιτεί ανεξέλεγκτη αυθαιρεσία και πανκυριότητα – ολοφάνερη στον τρόπο που οδηγούμε, που παρκάρουμε, που «διαλεγόμαστε», που εκλέγουμε συνδικαλιστικούς ηγέτες, που υπερψηφίζουμε τυράννους αδιάντροπης φαυλότητας ή εξόφθαλμης νοητικής ανεπάρκειας. Μοναδικό μέτρο αλήθειας των «αρχών» και «πεποιθήσεών» μας είναι το εγωτικό συμφέρον, η απληστία, η αυτοκολακεία με παραισθησιογόνες αυθυποβολές.
Το αναπότρεπτο και ακάθεκτα επερχόμενο ιστορικό τέλος της ελλαδικής κρατικής υπόστασης (μοιραία κατάληψη της οικονομικής καταστροφής που ήδη βιώνουμε και της απώλειας εθνικής κυριαρχίας που ο ολίγιστος πρωθυπουργός μας ομολόγησε) το εγγυώνται η έκλειψη αριστερού πολιτικού λόγου και η ανυπαρξία εκκλησιαστικού άξονα κοινωνικής συνοχής. Θα μπορούσαν να είναι δυο αναχώματα στη ζούγκλα της εγωκεντρικής αποθηρίωσης, δύο αντιστυλώματα των σχέσεων κοινωνίας. Γιατί μόνο η πολιτική Αριστερά κα η μη θρησκειοποιημένη Εκκλησία μπορούν να σαρκώσουν σε λαϊκή πράξη μια κοινωνιοκεντρική ανάκαμψη.
Υπάρχουν θεσμοί προορισμένοι να λειτουργούν σαν φορείς ηγετικής ευθύνης: Είναι η Ακαδημία Αθηνών, η Σύνοδος των Πανεπιστημιακών Πρυτάνεων, η ηγεσία του Δικαστικού Σώματος, η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων. Ομως ούτε που διανοούνται να ψελλίσουν κριτική αντίρρηση στον ολοκληρωτισμό και στην αυθαιρεσία της Κομματοκρατίας. Εξ άλλου, το μέγιστο που θα μπορούσε να ζητήσει κανείς από τους τιμημένους αυτούς με κορυφαία κοινωνική ευθύνη, θα ήταν να δώσουν μάχη για να πάψει η επίσημη δολιοφθορά της γλώσσας των Ελλήνων, να στιγματίσουν και απομονώσουν όσους διαστρέφουν μεθοδικά την ιστορική συνείδηση, του Ελληνισμού, να τολμήσουν καταγγελία επώνυμη των πολιτικών που παζαρεύουν παραχωρήσεις εθνικής κυριαρχίας για να κερδίσουν την αλλοδαπή εύνοια. Τόσο μόνο.
Τα περισσότερα και θεμελιακά, την ευθύνη για την αλλαγή της κοινωνικής νοο-τροπίας, για το πέρασμα από την κτηνώδη, τυφλή απληστία στην ανθρώπινη χαρά των σχέσεων κοινωνίας, δεν μπορεί να τα περιμένει κανείς από διαχειριστές αξιωμάτων. Αυτά θα τα εμπνεύσει στους πολλούς ένας αριστερός πολιτικός λόγος, πολιτικό πρόγραμμα τίμια κοινωνιοκεντρικό. Οταν, παράλληλα, η «μικρά ζύμη» της ενοριακής κοινότητας θα μεταγγίζει οργανικά στο λαϊκό σώμα όχι ηθικολογίες, κηρύγματα και ακτιβισμό κοινής ωφέλειας, αλλά θα εγκεντρίζει σάρκα πολιτισμού (ποίηση, μέλος, ζωγραφιά, δραματουργία), δηλαδή «νόημα» ζωής μέσα από πράξη λατρείας.
Οσο το βλέμμα μας σταματάει στους ανάπηρους «από ιδιοτέλεια ή μικρόνοια» πολιτικούς και στα συμπτώματα εκθηρίωσης και ζούγκλας στον συλλογικό βίο, φυσικό είναι να γαντζωνόμαστε σε ψευδαισθήσεις: Πως, αν τάχα συσπειρωθούν κάποιες «υγιείς» κοινωνικές δυνάμεις, θα μπορούσαν να ξαναδώσουν αξιοπρέπεια στον Ελληνα και στην πατρίδα. Αλλά όσοι βλέπουν πέρα από τα συμπτώματα και εντοπίζουν τις αιτίες των συμπτωμάτων, συνειδητοποιούν (όχι χωρίς τρόμο) ότι είναι καθολικά το γένος των Ελλήνων που έχει εκπέσει σε δραματική παρακμή, μάλλον ανήκεστη. Παρακμή σημαίνει ότι υπάρχουν πολλές διάχυτες καλές προθέσεις, σώζεται ακόμα (στη γενέτειρα και στη διασπορά) ανθρώπινο δυναμικό ποιότητας, με ανιδιοτέλεια και λαμπρές ικανότητες, αλλά το δυναμικό αυτό είναι φανερά παροπλισμένο.
«Εχουν χαθεί τα κοινά κριτήρια αξιολόγησης ποιοτήτων, γι’ αυτό και η κοινωνία είναι αδιέξοδα υποταγμένη στη δικτατορία της μετριότητας, στον φασισμό της ασημαντότητας. Αυτός ο λαός που κάποτε καθολικά εγκολπωνόταν την ποιότητα της μουσικής και ποιητικής ανθοφορίας του ’60, σήμερα, από άκρη σε άκρη της Ελλάδας, τραγουδάει αποκλειστικά και μόνο υποπροϊόντα μουσικού και ποιητικού πρωτογονισμού. Στις εκθέσεις ζωγραφικής δεν στριμώχνονται οι επώδυνα φιλότεχνοι, σουλατσάρουν νεόπλουτα κομματικά στελέχη, συνδικαλιστές και «προμηθευτές» του δημοσίου που οι «καλλιτέχνες» τούς μπουκώνουν με «εφφέ». Στα σχολειά τα παραδομένα στον σκοταδισμό των «προοδευτικών» παρωπίδων, στα πανεπιστήμια τα συλημένα από την παράνοια του «ασύλου» μορφώνεται-μορφοποιείται ο ανθρωπολογικός τύπος της παρακμής. Φορέας μόνο δικαιωμάτων, ακτιβιστής ακοινώνητος, ηδονιστής ανέραστος, συντηρεί την εμπορευματοποιημένη light δημοσιογραφία, τον κρετινισμό της τηλεοπτικής ευτέλειας.
Ανάκαμψη από αυτή την εξευτελιστική παρακμή δεν είναι δυνατό να υπάρξει όσο απουσιάζει λόγος κοινωνιοκεντρικής πολιτικής και όσο απο τους επισκοπικούς «θρόνους» παρελαύνουν άνθρωποι ανυποψίαστοι για το εκκλησιαστικό γεγονός. Οι ετικέτες διαιωνίζουν ως «Αριστερά» την ψυχανωμαλία του Σταλινισμού ή τον καριερισμό του αριστεροκάπηλου μηδενισμού ή ακόμα και τον πασοκικό «σοσιαλισμό», τον πιο πειθήνιο παραγιό του αχαλίνωτου καπιταλισμού. Και το κατεξοχήν πεδίο όπου η εκκλησιαστική ποιότητα βρίσκεται σε απηνή διωγμό, είναι τα γραφειοκρατικά κέντρα εξουσίας της «εν Ελλάδι επικρατούσης θρησκείας».
«Οταν ο κλάδος της συκής γένηται απαλός και τα φύλλα εκφυή, γινώσκετε ότι εγγύς ο θέρος». Και αν δούμε πολιτικό λόγο, πολιτικό πρόγραμμα, τίμια κοινωνιοκεντρικό, όπως και αν δούμε ενορία που να σαρκώνει «νόημα» σχέσεων κοινωνίας, δυναμικής συνοχής, να ξέρουμε, μόνο τότε, ότι εγγίζει ανάκαμψη.