Οι ιδέες και η παραμόρφωσή τους
Σύγχρονη Άποψη, Τεύχος Δεκεμβρίου 2008, Κύπρος
Όσο εξαπλώνεται στον κόσμο η παιδεία και όσο τα φώτα της μορφώσεως λάμπουν όλο και σε πιο πλατειές μάζες των κατοίκων του πλανήτη μας τόσο και η σκέψη των ανθρώπων γίνεται πολυπλοκότερη και οι διανοητικοί τους ορίζοντες εκτείνονται στην σφαίρα όλο και πιο συνθέτων εννοιών. Εκ πρώτης όψεως αυτό είναι κάτι θετικό, εφόσον σημαίνει την πνευματική άνοδο και την ωρίμανση που εκφράζεται με την ικανότητα των ανθρώπων για πολύπλευρη επεξεργασία των γνωστικών δεδομένων. Και αληθινά ναι, ασφαλώς είναι καλό πράγμα να διαθέτει κανείς ευφυΐα, πνευματικές ανησυχίες και ικανότητα για αμφισβήτηση και προβληματισμό πάνω στο κάθε θέμα. Όμως από την αρχαιότητα ήδη το φυσικό χάρισμα της ευστροφίας και της ευγλωττίας συχνά αξιοποιείτο στην τεχνική της οργανώσεως πολυδαιδάλων νοητικών σχημάτων και επιτηδευμένων διατυπώσεων με απατηλά ψευτολογικά συμπεράσματα. Αυτά και οι συλλογισμοί που τα παρήγαν έγιναν γνωστά ως σοφίσματα.
Σήμερα λοιπόν η σοφιστεία βρίσκεται κατά κόρον στην υπηρεσία πολιτικών, πολιτικολογούντων και κουλτουριάρηδων κοινωνιολόγων, εμφορουμένων από «διεθνιστικά» ιδεώδη που, εκτός των άλλων, επιτάσσουν την αποκήρυξη της «μυωπικής» και «οπισθοδρομικής» συναισθήσεως του ανήκειν σε ένα έθνος. Αυτή ονομάζεται απαξιωτικά και περιφρονητικά «εθνικισμός», λέξη ζωγραφισμένη τόσο επίμονα και μακροχρόνια με τα μελανότερα χρώματα της ιδεολογικής παλέττας που να βρίσκεται πλέον σε συνειρμική ταύτιση με μια θεώρηση του κόσμου στενοκέφαλη και υπα-νάπτυκτη. Ο χαρακτηρισμός της αγάπης για την πατρίδα, ιδέας αυτονόητης και αυταπόδεικτης σε υγιείς κοινωνίες και υγιή μυαλά, με τον αρνητικά φορτισμένο όρο «εθνικισμός» είναι περίπτωση συλλογισμού διαστρεβλωτικού (όπως είναι όλα τα σοφίσματα) και, το χειρότερο, εξαιρετικά βλαβερού. Δυστυχώς, και εντελώς παράλογα, δεν είναι ορατός σε όλους ο συσχετισμός της αγάπης για τον τόπο μας με την αίσθηση του ότι ανήκουμε σε ένα έθνος, στην προκειμένη περίπτωση στο ελληνικό (όσο και αν κάποιοι αηδιαστικοί θα ήθελαν, από άγνοια, διαστροφή ή συνδυασμό των δύο, να εξαφανισθούν οι σχετικές με την Ελλάδα λέξεις από τον αυτοχαρακτηρισμό του ελεύθερου μέρους ετούτου του νησιού και των κατοίκων του), και του ότι έχουμε για «προίκα» μας ό,τι αυτό το έθνος κουβαλάει μαζί του από το ιστορικό του παρελθόν. Κανείς δεν αρνείται (ή πολύ λίγοι αρνούνται) ότι αγαπά τον τόπο του.
Σήμερα λοιπόν η σοφιστεία βρίσκεται κατά κόρον στην υπηρεσία πολιτικών, πολιτικολογούντων και κουλτουριάρηδων κοινωνιολόγων, εμφορουμένων από «διεθνιστικά» ιδεώδη που, εκτός των άλλων, επιτάσσουν την αποκήρυξη της «μυωπικής» και «οπισθοδρομικής» συναισθήσεως του ανήκειν σε ένα έθνος. Αυτή ονομάζεται απαξιωτικά και περιφρονητικά «εθνικισμός», λέξη ζωγραφισμένη τόσο επίμονα και μακροχρόνια με τα μελανότερα χρώματα της ιδεολογικής παλέττας που να βρίσκεται πλέον σε συνειρμική ταύτιση με μια θεώρηση του κόσμου στενοκέφαλη και υπα-νάπτυκτη. Ο χαρακτηρισμός της αγάπης για την πατρίδα, ιδέας αυτονόητης και αυταπόδεικτης σε υγιείς κοινωνίες και υγιή μυαλά, με τον αρνητικά φορτισμένο όρο «εθνικισμός» είναι περίπτωση συλλογισμού διαστρεβλωτικού (όπως είναι όλα τα σοφίσματα) και, το χειρότερο, εξαιρετικά βλαβερού. Δυστυχώς, και εντελώς παράλογα, δεν είναι ορατός σε όλους ο συσχετισμός της αγάπης για τον τόπο μας με την αίσθηση του ότι ανήκουμε σε ένα έθνος, στην προκειμένη περίπτωση στο ελληνικό (όσο και αν κάποιοι αηδιαστικοί θα ήθελαν, από άγνοια, διαστροφή ή συνδυασμό των δύο, να εξαφανισθούν οι σχετικές με την Ελλάδα λέξεις από τον αυτοχαρακτηρισμό του ελεύθερου μέρους ετούτου του νησιού και των κατοίκων του), και του ότι έχουμε για «προίκα» μας ό,τι αυτό το έθνος κουβαλάει μαζί του από το ιστορικό του παρελθόν. Κανείς δεν αρνείται (ή πολύ λίγοι αρνούνται) ότι αγαπά τον τόπο του.
Κι’ όμως, με εντελώς εξω-λογικό τρόπο ορισμένοι προσπαθούν να πείσουν τον εαυτόν τους και τους άλλους ότι το να αγαπά κανείς αυτόν τον τόπο δεν σημαίνει κιόλας να έχει και την σθεναρή πεποίθηση και επίγνωση ότι είναι Έλληνας (όπως έχω αναφέρει και σε προηγούμενο άρθρο μου θεωρώ γελοία την επίμονη χρήση του επιμεριστικού τοπικού όρου «Κύπριος» για να δηλώσει τον Έλληνα κάτοικο της Κύπρου, ιδίως μάλιστα σήμερα που τείνει να γίνει εκνευριστικά αποκλειστική) με ό,τι αυτή η επίγνωση συνεπάγεται: Την συναίσθηση ότι γεννήθηκε σε έναν λαό του οποίου τα κατορθώματα, τα παθήματα, οι συνήθειες, η γλώσσα, η θρησκεία είναι δικά του και όχι κάποιων πεθαμένων που σήμερα είναι μόνο κόκαλα και σκόνη, άρα τίποτε, άρα μηδέν. Περιέργως όμως όσοι θεωρούν τον εαυτόν τους πολέμιο της ιδέας του έθνους μιλούν την γλώσσα του έθνους τους και διατηρούν τις περισσότερες (αν όχι όλες) τις συνήθειές του, δηλαδή αυτοαναιρούνται και αντιφάσκουν παγιδευμένοι στο φτιαχτό τους ανούσιο ιδεολόγημα. Η παρούσα ζωή σε ένα δεδομένο μέρος της γης βγαίνει μέσα από την παρελθούσα και γεννάει την μελλοντική. Αν αποκοπούν οι δεσμοί των γενεών και των πολιτισμικών τους φορτίων ο κόσμος θα γίνει μια απονευρωμένη, νερουλή, ομοιογενής και αδιάφορη μάζα. Οι περισσότεροι άνθρωποι αγαπούν, σέβονται και υποστηρίζουν τον πολιτισμό τους όμως αυτός ο πολιτισμός δεν είναι ξέχωρος από την ιδέα του έθνους: Αυτό τον δημιούργησε, με εξελικτική πορεία αιώνων, σε εποχές στρωτές και σε εποχές αντίξοες, σε καιρούς ανέμελους και σε καιρούς χαλεπούς. Με ποια λογική κρατάμε από τη ρίζα μας ό,τι μάς αρέσει ή βολεύει την επίκτητη «ιδεολογία» μας και πετάμε αυθαίρετα το υπόλοιπο; Όσοι θέλουν να διαγράψουν το ιστορικό παρελθόν (και την συμπεριφορά που αυτό απαιτεί από εμάς, τους δρώντες στο παρόν, την φυσική του συνέχεια), γιατί νομίζουν ότι δεν τους ορίζει και δεν τους επηρεάζει στην νέα παγκόσμια πραγματικότητα θα πρέπει να καταλάβουν ότι το γνωστό και τετριμμένο «ένας λαός χωρίς παρελθόν είναι ένας λαός χωρίς μέλλον» ισχύει απολύτως. Τα ασταθή δενδρύλλια ξεριζώνονται σύγκορμα από την θύελλα, ενώ οι βαθιά ριζωμένες βελανιδιές αντέχουν στα χτυπήματα των ανέμων κι’ ας χάνουν τα φύλλα στις κορφές τους, όπως θα έλεγαν και οι ποιητές.
Σε άλλες χώρες με άλλους λαούς και άλλες γεωπολιτικές καταστάσεις όλα τούτα μπορούν να μένουν στο επίπεδο ενός πνευματικού-ιδεολογικού παιγνιδιού που μικρή σημασία έχει για την απτή πραγματικότητα του τόπου. Στην μονίμως απει-λούμενη Ελλάδα όμως (δεν θα επεκταθώ εδώ στο από το πουθενά ανακύψαν σκοπιανό ζήτημα) και σε αυτήν την Ελληνική γωνιά της Μεσογείου που ισορροπεί επί ξυρού ακμής τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Δεν ξέρω αν οι αριστεροί, αριστερίζοντες, ψευτο-διανοούμενοι ή οποιοιδήποτε άλλοι αναμασώντες από επιπολαιότητα, συνήθεια ή άκριτο μιμητισμό τα ξενόφερτα σοφίσματα περί «κακού» εθνικισμού αντιλαμβάνονται ότι εδώ η εξάπλωση τέτοιων διαστρεβλωτικών της αλήθειας ιδεών είναι εγκληματική. Δεν τους αρέσει η «καταπιεστική» ιδέα του έθνους, που τυχαίνει να είναι, στην περίπτωσή μας, το ελληνικό, και της εμμονής στην προάσπιση των στοιχειωδών δικαιωμάτων του, πολλαπλά καταπατηθέντων; Κάποιοι άλλοι όμως διατυμπα-νίζουν επαίσχυντα την στρατιωτική τους κατοχή με λαμπιόνια φυτεμένα στο βουνό σε παραλληλόγραμμα και ημισελήνους. ΄Ισως οι α-εθνικιστές Ελληνόφωνοι, αδιαφορώντας για την επιβιωσιμότητα του Ελληνισμού στην ίδια του την αρχαία γη, να προτιμούν αυτό το τοπίο ως φιλικότερο.
Η Μαρία Υψηλάντη είναι Επίκουρος Καθηγήτρια Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ > http://www.blogger.com/home?pli=1
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου